5Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ
5:1 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Τα παιδιά με σωματική μειονεξία και κινητική αναπηρία δεν αντιμετωπίζουν μόνο προβλήματα κινητικότητας. Συχνά συνυπάρχουν προβλήματα γλωσσικής ανάπτυξης και επικοινωνίας, πνευματικής ανάπτυξης, συναισθηματικής ωρίμανσης και αυτοεκτίμησης και προβλήματα κοινωνικής
ανάπτυξης ( Κρουσταλάκης 2000 ).
Ο άνθρωπος ακολουθεί μια αναπτυξιακή πορεία η οποία ξεκινά από τη στιγμή της σύλληψης του. Η αναπτυξιακή αυτή πορεία αφορά την κινητική, αντιληπτική, νοητική, συναισθηματική και κοινωνική σφαίρα.
Ο όρος κινητική ανάπτυξη είναι ελλιπής. Για το λόγο αυτό αναφέρεται και ως αισθητικοκινητική ανάπτυξη δεδομένου ότι η ανάπτυξη της κίνησης και η κατάκτηση κάθε κινητικού και λειτουργικού επιτεύγματος επηρεάζεται άμεσα από τις αισθητικές και γνωστικές εμπειρίες.
Οι διαταραχές του τόνου συναντώνται σε εγκεφαλική παράλυση, σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση , σε κάκωση του νωτιαίου μυελού και ως εκδήλωση νευροεκφυλιστικών και άλλων νοσημάτων του Κ.Ν.Σ. ( διάφορα σύνδρομα όπως π.χ το σύνδρομο Done )
Μαθητές με παλαιό τραύμα στον εγκέφαλο (ΚΕΚ) θεωρείται ότι έχουν μαθησιακές δυσκολίες, συναισθηματικές διαταραχές ή νοητική υστέρηση. Όταν συνυπάρχουν και κινητικά προβλήματα η αναγνώριση της κατάστασης είναι σαφώς πιο εύκολη. Ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης μπορεί να
παρουσιαστεί σπαστικότητα ,αταξία ή μικτές μορφές. Συχνά υπάρχουν δυσκολίες αδρής κινητικότητα ( ισορροπία, ορθοστάτιση, βάδιση)και λεπτής κινητικότητας. Η ανάπτυξη παθολογικού μυικού τόνου δημιουργεί διαταραχές της κινητικότητας που είναι δυνατόν να μοιάζουν με τις διαταραχές της
κινητικότητας της Ε.Π.
Κακώσεις του νωτιαίου μυελού. Οι βλάβες συνήθως οφείλονται σε τροχαία ατυχήματα ή σε πτώσεις από μεγάλο ύψος. Λοιμώξεις ή όγκοι ( παθολογικές καταστάσεις) είναι άλλες αιτίες οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν παραπληγία ή τετραπληγία . Έχουμε διαταραχή της κινητικότητας και της αισθητικότητας του σώματος αλλά και δυσλειτουργία του αναπνευστικού συστήματος , της
καρδιακής λειτουργίας , της λειτουργίας του εντέρου και της κύστης, διαταραχή του μυικού τόνου κ.α.
Ανίχνευση αναπτυξιακών προβλημάτων
Το παιδί :
- άργησε να κατακτήσει θεμελιώδη αναπτυξιακά στάδια (στήριξη κεφαλιού,
στήριξη σε καθιστή θέση, βάδιση, πρώτη ομιλία )
- έχει δυσκολίες στην ρουτίνα του ύπνου και/ή του φαγητού
συναντά δυσκολίες στην απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων
- δεν έχει εκπαιδευτεί στην χρήση τουαλέτας
- δεν κατανοεί προφορικές οδηγίες (περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα του προφορικού λόγου)
- δεν εκτελεί απλές εντολές
- έχει καθυστέρηση σε δεξιότητες αδρής κινητικότητας (π.χ. αδυναμία ισορροπίας στο ένα πόδι, ασυντόνιστο τρέξιμο, δυσκολία στα λακτίσματα)
- παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες στην λεπτή κινητικότητα (π.χ. αδυναμία χειρισμού εργαλείων, ανώριμη λαβή μολυβιού, δυσκολίες με κουμπώματα, δεσίματα κ.α.)
- έχει περιορισμένη εκφραστική ικανότητα στον λόγο (απουσία επικοινωνιακού λόγου ή πολύ φτωχή ποιότητα έκφρασης ή αδυναμία τήρησης διαλόγου, αδυναμία περιγραφής αντικειμένων, εικόνων ή
καταστάσεων)
- έχει δυσκολία στις κοινωνικές δεξιότητες (δεν γνωρίζει πώς να πλησιάσει τα άλλα παιδιά ή πλησιάζει αδέξια τα άλλα παιδιά, συχνά απομονώνεται από την ομάδα ή είναι υπέρ το δέον διαχυτικό προς τα άλλα παιδιά, δεν γνωρίζει πώς να εκδηλώσει τα συναισθήματά του)
- έχει δυσκολία στις δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης (ντύσιμο, γδύσιμο, προσωπική υγιεινή, δεξιότητες για το φαγητό)
- κάνει χαοτικό και αδόμητο παιχνίδι
- εστιάζει την προσοχή του σε ένα έργο για 1-2 λεπτά
- παρουσιάζει χειριστική συμπεριφορά για να «περάσει το δικό του»
- έχει επιβαρυντικούς παράγοντες που αφορούν το ίδιο ή το άμεσο περιβάλλον που
- μεγαλώνει (οικογενειακό περιβάλλον σε κρίση, διαζύγιο γονέων, χρόνια προβλήματα υγείας του παιδιού, φτωχή δυνατότητα του περιβάλλοντος να προσφέρει ερεθίσματα, γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας, γονείς μετανάστες.
Παιδιά με αναπτυξιακά προβλήματα
Η καθυστέρηση της ανάπτυξης έχει επίδραση τόσο στη φυσική όσο και νοητική κατάσταση επειδή ο περιορισμός της κινητικότητας παρεμποδίζει την εξερεύνηση του περιβάλλοντος και συνεπώς μειώνει τα ερεθίσματα που δέχεται από αυτό.
Τα παιδιά αυτά κατά την προσχολική ηλικία κατακτούν δεξιότητες με αργούς ρυθμούς σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Αργότερα στην σχολική τους επίδοση συχνά κάποια από αυτά συνεχίζουν να παρουσιάζουν έντονες μαθησιακές δυσκολίες. Μερικά από αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν αυτά τα
προβλήματα εξαιτίας περιβαλλοντικών παραγόντων αλλά με κατάλληλη διαφοροποιημένη εκπαίδευση μπορούν να “φτάσουν” τα άλλα παιδιά. Κάποια άλλα παιδιά με αναπτυξιακά προβλήματα μπορεί να έχουν νοητική καθυστέρηση που βασίζεται σε νευροβιολογικούς λόγους και μπορεί να έχουν ένα ιστορικό καθυστέρησης στα θεμελιώδη αναπτυξιακά στάδια της στήριξης, ορθοστάτησης, βάδισης, ομιλίας. Η νοητική καθυστέρηση έχει πολλές βαθμίδες και ποιότητες όμως όλα τα παιδιά είναι ικανά με διαφοροποιημένη διδασκαλία να μάθουν νέες δεξιότητες. Συχνά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες τόσο εξαιτίας περιβαλλοντικών όσο και νευροβιολογικών παραγόντων μπορεί να
παρουσιάζουν συνοδά προβλήματα όπως προβλήματα κινητικού συντονισμού, Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα, προβλήματα συμπεριφοράς.
5:2 Μαθησιακές δυσκολίες/ ειδικές διαταραχές
Μαθησιακές δυσκολίες είναι ο πιο διαδεδομένος όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία των προβλημάτων που εμφανίζει ένας μεγάλος αριθμός μαθητών στην απόκτηση των σχολικών γνώσεων. Ο όρος « μαθησιακή δυσκολία »που αντικαταστάθηκε αργότερα από τον όρο « ειδική μαθησιακή δυσκολία » προτάθηκε από τους ειδικούς
δασκάλους και παιδαγωγούς στις αρχές του 1960, στην Αμερική υπογραμμίζοντας την εκπαιδευτική πλευρά του προβλήματος. Παρ όλη την εκτενή βιβλιογραφία που έχει συγκεντρωθεί την τελευταία τριακονταετία δεν υπάρχει συμφωνία πάνω στα αποδεκτά κριτήρια σχετικά με τον ορισμό, την
αιτιολογία, την κατηγοριοποίηση και την διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών. Η διαφοροποίηση της σοβαρότητας των συμπτωμάτων σύμφωνα με την αναπτυξιακή πορεία του ατόμου, αλλά και η δυσκολία διάκρισης μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών δυσκολιών αποτελούν επιπρόσθετους
παράγοντες σύγχυσης. ( Κολιάδης και Πολυχρονοπούλου ,1990 )
Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν αδρά να χωριστούν σε τρεις ομάδες ανάλογα με τις αιτίες που τους εμποδίζουν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις και στις διαδικασίες μάθησης του σχολείου. Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται τα παιδιά με περιορισμένες νοητικές ικανότητες, στην δεύτερη τα παιδιά που εμφανίζουν ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της μάθησης και στην Τρίτη τα παιδιά με συναισθηματικές δυσκολίες που παρεμποδίζουν την έκφραση των μαθησιακών τους ικανοτήτων. Ο διαχωρισμός αυτός δεν αποκλείει να συνυπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις παιδιών περισσότερες της μιας από τις παραπάνω αιτίες.
Αιτιολογία : παράγοντες προδιαθεσιακοί, γενετικοί, νευροβιολογικοί, γωσιακοί ενοχοποιούνται ότι συμβάλλουν στη δημιουργία των αιτιών. Σε στατιστική βάση , οι περιβαλλοντικοί και οι συναισθηματικοί παράγοντες ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών που παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες. Ακατάλληλο σχολικό περιβάλλον, χαοτικές οικογενειακές συνθήκες
συχνά αποτελούν εμφανείς παράγοντες που μειώνουν τις δυνατότητες ενός παιδιού για σχολική μάθηση. Συχνά σε υπερπροστατευμένα ή παραμελημένα παιδιά παρατηρείται αδυναμία μα επενδύσουν συναισθηματικά και νοητικά στη μάθηση και να χαρούν την ευχαρίστηση που τους προσφέρει . Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες που διαπιστώνουμε ότι
αδυνατούν να αντέξουν καταστάσεις επιτυχίας και επιβεβαίωσης των ικανοτήτων τους τις οποίες ασυνείδητα αναστέλλουν.
Σε πολλές από τις περιπτώσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες ευθύνονται εξελικτικές – αναπτυξιακές δυσλειτουργίες σε τομείς που συνδέονται με τις γνωστικές διαδικασίες όπως : η ελλειμματική ικανότητα της συγκέντρωσης και της προσοχής , της απομνημόνευσης, οι διαταραχές του λόγου , οι διαταραχές της εκτέλεσης, πολύπλοκων νοητικών λειτουργιών, οι δομικές ανεπάρκειες του
εγκεφάλου αναγκαίες για την οργάνωση των γνωστικών διαδικασιών.
Ειδικές διαταραχές:
Ειδική διαταραχή της ανάγνωσης: στην οποία κατατάσσεται η δυσλεξία.
Το κύριο χαρακτηριστικό είναι μια συγκεκριμένη διαταραχή στην ανάπτυξη της ικανότητας ανάγνωσης που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από νοητική υστέρηση, προβλήματα οπτικής οξύτητας ή από ανεπαρκή εκπαίδευση. Έχει αφετηρία τον εγκέφαλο. Μπορεί να έχουν υποστεί βλάβη τόσο οι τομείς της κατανόησης του γραπτού λόγου, της αναγνώρισης των γραπτών λέξεων όσο
και της προφορικής ανάγνωσης και η εκτέλεση εργασιών που απαιτούν ανάγνωση.
Οι ορθογραφικές δυσχέρειες συχνά σχετίζονται με ειδικές διαταραχές ανάγνωσης και αρκετές φορές παραμένουν μέχρι την εφηβεία , ακόμα κι όταν πλέων έχει επιτευχθεί πρόοδος στην ανάγνωση.
Συχνά προϋπάρχει ιστορικό διαταραχών ανάπτυξης του λόγου. Άλλοτε πάλι συνυπάρχουν συναισθηματικές διαταραχές και διαταραχές της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας . Η δυσλεξία εμφανίζεται στα αγόρια σε αναλογία 4:1 σε σχέση με τα κορίτσια.
Ειδική διαταραχή του συλλαβισμού :αφορά τη μειονεξία στην ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων.
Ειδική διαταραχή αριθμητικών ικανοτήτων :Περιλαμβάνει μια ειδική βλάβη στις αριθμητικές δεξιότητες, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί βάση μόνο μιας γενικής νοητικής υστέρησης ή βάση ανεπαρκούς διδασκαλίας. Η διαταραχή αφορά στην κατανόηση των μαθηματικών πράξεων .( πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός )
Συνοδά κλινικά σημεία ειδικής διαταραχής αριθμητικών ικανοτήτων :
Δυσκολία εκμάθησης των ονομάτων των αριθμών
Δυσκολία επανάληψης μιας αριθμητικής αλληλουχίας
Δυσκολία καταγραφής των αριθμητικών συμβόλων
Δυσκολία κατανόησης των πράξεων ΄΄συνδέω ΄΄ και ΄΄χωρίζω΄΄
Δυσκολία εκμάθησης της ακριβούς έννοιας των συμβόλων των αριθμητικών πράξεων και χρησιμοποίησης τους.
Δυσκολία εκτέλεσης βασικών πράξεων από μνήμης
Δυσκολία κατανόησης ΄΄ αξία ΄΄ και απόδοσης της στα αριθμητικά μεγέθη
Δυσκολία ευθυγράμμισης των αριθμητικών ψηφίων κατά την επίλυση προβλημάτων
Δυσκολία να τηρηθεί η ευθυγράμμιση κατά την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων
Ιδιοσυστασιακά εσφαλμένα πρότυπα εκτέλεσης πράξεων
Αδυναμία - βραδύτητα εκτέλεσης ακριβών υπολογισμών
Δυσκολία κατανόησης και απόδοσης των στοιχείων με γραφικές παραστάσεις
Δυσκολία κατανόησης προφορικών προβλημάτων
Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της γλώσσας :
Διαταραχές κατά τις οποίες τα φυσιολογικά πρότυπα γλωσσικής μάθησης διαταράσσονται ήδη από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης.
Οι καταστάσεις αυτές δεν μπορούν να αποδοθούν άμεσα σε νευρολογικές διαταραχές ή διαταραχές του λόγου. Οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της γλώσσας συχνά ακολουθούνται από σχετικά προβλήματα , όπως δυσχέρεια ανάγνωσης και του γραμματισμού των λέξεων, ανωμαλία στις διαπροσωπικές σχέσεις και συμπεριφορικές διαταραχές.
Ειδικές διαταραχές της άρθρωσης του λόγου :Συγκεκριμένες διαταραχές κατά τις οποίες η χρησιμοποίηση των αντιχήσεων του λόγου δεν είναι η κατάλληλη για την νοητική του ηλικία ,αλλά οι γλωσσικές δεξιότητες είναι φυσιολογικά αναπτυγμένες.
Διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης : Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία η ικανότητα του παιδιού να εκφράζεται με τον προφορικό λόγο είναι σημαντικά μειωμένη κάτω από τα κανονικά επίπεδα για την νοητική του ηλικία , αλλά η κατανόηση του λόγου βρίσκεται σε φυσιολογικά όρια. Μπορεί να συνυπάρχουν ή όχι διαταραχές στην άρθρωση του λόγου.
Διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης : Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία η ικανότητα κατανόησης του λόγου βρίσκεται κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα για την νοητική ηλικία του παιδιού. Πρακτικά σε όλες τις περιπτώσεις επηρεάζεται και η ικανότητα γλωσσικής έκφρασης σε σημαντικό βαθμό έτσι ώστε συχνά να παρατηρούνται ανωμαλίες στην εκφώνηση των
λέξεων.
Ειδική διαταραχή γραμματισμού των λέξεων : Το κύριο χαρακτηριστικό είναι μια ειδική και σημαντική βλάβη στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων γραμματισμού των λέξεων , χωρίς να προϋπάρχει ιστορικό διαταραχών της ανάγνωσης, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από την χαμηλή
νοητική ηλικία, από προβλήματα οπτικής οξύτητας ή από ανεπαρκή εκπαίδευση. Επηρεάζεται τόσο η προφορική ικανότητα γραμματισμού των λέξεων όσο και η ορθογραφία.
Μικτές διαταραχές των σχολικών δεξιοτήτων : Πρόκειται για μια τελευταία κατηγορία διαταραχών που ορίζονται ως παθολογικές και κατά τις οποίες έχουν επηρεαστεί τόσο οι αριθμητικές δεξιότητες όσο και οι δεξιότητες ανάγνωση ή γραμματισμού των λέξεων και οι οποίες δεν μπορούν να
εξηγηθούν στα πλαίσια νοητικής υστέρησης ή ανεπαρκούς διδασκαλίας.
Τραυλισμός :Πρόκειται για διαταραχή της ομιλίας που χαρακτηρίζεται από είτε από συχνή επανάληψη ή επιμήκυνση ήχων ή συλλαβών ή λέξεων είτε από συχνούς δισταγμούς και παύσεις που εμποδίζουν την ρυθμική ροή του λόγου. Πιθανές αιτίες είναι μια δυσκολία του παιδιού να συντονίσει τους μηχανισμούς που είναι απαραίτητοι για να μιλήσουμε ( αναπνοή, ενεργοποίηση μυών γλώσσας, κ.α. ), ο τρόπος που μιλάμε σε ένα παιδί, ο ρυθμός ανάπτυξης της ομιλίας ενός παιδιού, και διάφοροι στρεσογόνοι παράγοντες του περιβάλλοντος. Εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια από ότι στα κορίτσια 4:1 και παιδιά που άργησαν να μιλήσουν. Συνήθως , αρχίζει μεταξύ 2 και 5 ετών. Ο τραυλισμός κατά κανόνα αναπτύσσεται σταδιακά και μπορεί να καταστεί πραγματικό πρόβλημα στην επικοινωνία του παιδιού με τους άλλους. Επιδεινώνεται όταν το παιδί προσπαθεί να μιλήσει γρήγορα, ωστόσο η ένταση του ποικίλει. Μπορεί να είναι έντονος σε μια συγκεκριμένα περίοδο και στην συνέχεια να βελτιωθεί ή να εξαφανιστεί. Ο τραυλισμός εκφράζει το άγχος του παιδιού και δεν είναι τυχαίο ότι ξεκινά σε περίοδο ψυχικής πίεσης. Αν δούμε ότι το φυσιολογικό κόμπιασμα συνοδεύεται από έντονη μυική προσπάθεια και ένταση ή ότι είναι υπερβολικά συχνό είναι καλό να αναζητηθεί βοήθεια.
Επίκτητη αφασία με επιληψία :Είναι μια διαταραχή κατά την οποία το παιδί ενώ προηγούμενα έχει επιτύχει φυσιολογικό επίπεδο γλωσσικής ανάπτυξης χάνει τόσο την ικανότητα έκφρασης όσο και την ικανότητα αντίληψης του λόγου, ενώ διατηρεί την γενική του ευφυία.
Η έναρξη της διαταραχής συνοδεύεται από παροξυσμικές διαταραχές του ΗΕΓ και στην πλειονότητα των περιπτώσεων και από επιλιπτικούς σπασμούς.
Χρονικά η έναρξη της διαταραχής εντοπίζεται μεταξύ 3 και 7 ετών και οι γλωσσικές δεξιότητες χάνονται μέσα σε διάστημα ημερών ή εβδομάδων. Η χρονική σχέση μεταξύ της έναρξης των επιλιπτικών κρίσεων και της απώλειας των γλωσσικών δεξιοτήτων ποικίλει και συχνά το ένα προηγείται του άλλου. Ως πιθανή αιτία έχει προταθεί μια φλεγμονώδης διεργασία του εγκεφάλου.
Ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας: Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι η σοβαρή βλάβη στην ανάπτυξη του συντονισμού των κινήσεων, η οποία μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα στα πλαίσια της νοητικής υστέρησης ή άλλης ειδικής συγγενούς ή επίκτητης διαταραχής.
Οι αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας περιγράφονται ως « σύνδρομο του αδέξιου παιδιού » Το παιδί καθυστερεί να βαδίσει, να τρέξει, να ανέβει σκάλες. Επίσης δεν μπορεί να φάει , να ντυθεί , να δέσει τα κορδόνια του. Γενικά, εκτελεί με αδέξιο τρόπο λεπτές και αδρές κινήσεις και ο
συντονισμός είναι κατώτερος από τον αναμενόμενο για την ηλικία του, με δεδομένη την φυσιολογική νοημοσύνη .Δευτερογενώς αναπτύσσονται και μαθησιακά προβλήματα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η προσεκτική κλινική εξέταση αποκαλύπτει έντονη νευροαναπτυξιακή ανωριμότητα, όπως χορειακές κινήσεις και άλλα σχετικά κινητικά χαρακτηριστικά της λεπτής και της αδρής κινητικότητας.
Αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού των κινήσεων: Τα παιδιά με αναπτυξιακή διαταραχή του κινητικού συντονισμού εμφανίζουν ήπια κινητικά προβλήματα, αν και δεν ανήκουν στην ομάδα των παιδιών με κινητική αναπηρία. Αποτελεί μια αρκετά συχνή διαταραχή της αδρής κινητικότητας. Το
παιδί είναι αδέξιο και δεν μπορεί να εκτελέσει διάφορες δραστηριότητες. Έχει δυσκολία στάσης ενάντια στη βαρύτητα και στηρίζεται σε αντικείμενα ή ξαπλώνει στο πάτωμα. ( λόγω υποτονίας ).
Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από σημαντική απόκλιση στην ανάπτυξη του κινητικού συντονισμού, που παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό τη σχολική απόδοση ή τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του παιδιού. (ΔAPPA 1994). Αναγνωρίζεται όταν οι δυσκολίες συντονισμού των κινήσεων δεν οφείλεται σε άλλη ιατρική κατάσταση , όπως ημιπληγία, εγκεφαλική παράλυση ή μυική δυστροφία και δεν πληρούνται κριτήρια διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής. Σε παιδιά με νοητική υστέρηση , η διαταραχή αναγνωρίζεται όταν οι δυσκολίες κινητικού συντονισμού είναι πιο σοβαρές από το αναμενόμενο σε σχέση με το νοητικό επίπεδο.
Η συχνότητα αυτής της διαταραχής υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 6% στα παιδιά 5 – 11 χρονών , ενώ η πορεία ποικίλει .Σε μερικές περιπτώσεις οι δυσκολίες συνεχίζουν να υπάρχουν κατά την εφηβεία και την ενήλικη ζωή. (ΔΑΡΡΑ 1994)
Ειδικές μικτές αναπτυξιακές διαταραχές :Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει διαταραχές με μικτά χαρακτηριστικά ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών του λόγου, των σχολικών δεξιοτήτων και της κινητικής λειτουργίας, χωρίς όμως να κυριαρχεί κάποιο από αυτά έτσι ώστε να θέσει τη διάγνωση.
Η μικτή κατηγορία χρησιμοποιείται μόνο όταν συνυπάρχουν σε μεγάλο ποσοστό τα χαρακτηριστικά των διαταραχών, όταν δηλαδή υπάρχουν δυσλειτουργίες που πληρούν τα κριτήρια για δύο ή περισσότερες κατηγορίες. Συνήθως σχετίζονται με κάποιο βαθμό γενικής βλάβης των γνωστικών
λειτουργιών.
5:3 Σύνδρομο Rett :
Είναι ένα σύνδρομο με εγκεφαλική ατροφία και υπεραμμωνιαιμία, η οποία σχετίζεται με αυτιστική διαταραχή , άνοια, απραξικό βάδισμα , μείωση προσωπικής έκφρασης και χειριστικές στερεοτυπίες. Τρία στάδια παρουσιάζονται τα οποία ξεκινούν με υποτονία ( αρχικό στάδιο ) και τελειώνουν
με δυσκαμψία ( τελικό στάδιο )
Εμφανίζεται στα κορίτσια , κατά την οποία η αρχικά καλή πρώιμη ανάπτυξη ακολουθείται από μερική ή ολική απώλεια του λόγου και των κινητικών δεξιοτήτων και της χρήσης των χεριών με επιβράδυνση στην ανάπτυξη της κεφαλής. Το πιο βασικό στοιχείο είναι η επαναλαμβανόμενη κίνηση ταλάντωσης και η έλλειψη εκούσιων αυθόρμητων κινήσεων.
Χρόνος έναρξης :7 – 24 μήνα. Χαρακτηριστικά είναι η απώλεια των σκόπιμων κινήσεων των χεριών , οι στερεοτυπίες κατά τη γραφή και ο υπεραεσμός.
Η κοινωνική ανάπτυξη και η ανάπτυξη μέσω του παιχνιδιού ανακτώνται , το κοινωνικό ενδιαφέρον όμως τείνει να παραμείνει. Μέχρι τεσσάρων ετών εμφανίζεται αταξία του κορμού και απραξία ενώ χορειοθετωσικές κινήσεις εμφανίζονται αργότερα. Η τελική κατάληξη είναι σχεδόν πάντα η νοητική
υστέρηση.
5:4 Σύνδρομο Asperger :
Είναι μια διαταραχή αμφίβολης νοσολογικής αξίας που χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τύπο ποιοτικών διαταραχών της αμοιβαίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον αυτισμό και συγχρόνως με ένα περιορισμένο στερεότυπο ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων . Η διαφορά από τον αυτισμό είναι ότι δεν υπάρχει καθυστέρηση του λόγου ή στην ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών.
Η διαταραχή σχετίζεται με μεγάλη αδεξιότητα και συχνά επιμένει στη εφηβεία και στην ενήλικο ζωή. Ορισμένες φορές εμφανίζονται ψυχωσικά σύνδρομα κατά τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής.
5:5 Αυτισμός :
Αυτιστική διαταραχή είναι ένας περιγραφικός όρος που δηλώνει ότι η διαταραχή στην ανάπτυξη είναι διάχυτη ,περιλαμβάνοντας περισσότερους του ενός αναπτυξιακούς τομείς και δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη θεωρία αιτιοπαθογένειας αν και υποδεικνύει την ανάγκη θεραπευτικής αντιμετώπισης
σε πολλαπλά επίπεδα. Η διαφορική διάγνωση ,πέραν του τύπου της διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής περιλαμβάνει άλλες αναπτυξιακές και ψυχιατρικές διαταραχές όπως νοητική υστέρηση, διαταραχές της ακοής, ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου, σχιζοφρένεια ,εκλεκτή αλαλία ,διαταραχή στερεότυπων κινήσεων, κοινωνική φοβία, αντιδραστική διαταραχή προσκόλλησης και σοβαρή πρώιμη αποστέρηση.
Ο αυτισμός είναι μία εκ γενετής αναπτυξιακή διαταραχή του εγκεφάλου.
Είναι μια αναπηρία που εμποδίζει τα άτομα να κατανοούν σωστά όσα βλέπουν, ακούν και γενικά αισθάνονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στις κοινωνικές σχέσεις , την επικοινωνία και τη συμπεριφορά τους.
Τα αυτιστικά άτομα πρέπει να μάθουν με πολύ μεγάλο κόπο , φυσιολογικά πρότυπα λόγου και επικοινωνίας και σωστούς τρόπους να συνδέονται με ανθρώπους , αντικείμενα και γεγονότα, που είναι όμοιοι με αυτούς που χρησιμοποιούνται για άτομα που έχουν πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο
αυτισμός είναι μια από πιο οδυνηρές ανάμεσα σε όλες τις μειονεκτικές καταστάσεις, δεν υπάρχει θεραπεία.
Χαρακτηριστικά του αυτισμού :η βαρύτητα των χαρακτηριστικών διαφέρει από άτομο σε άτομο, συνήθως όμως περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
• Σοβαρή επιβράδυνση στην γλωσσική ανάπτυξη και στην επικοινωνία.
Η γλώσσα εξελίσσεται πολύ αργά και κάποιες φορές δεν αναπτύσσεται και καθόλου. Εάν τελικά αναπτυχθεί ,η γλωσσική έκφραση παίρνει συνήθως παράδοξες μορφές ή γίνεται ασυνήθιστη χρησιμοποίηση λέξεων χωρίς καμία σύνδεση με την κανονική τους σημασία. Ακόμα και αυτοί που μπορούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να επικοινωνήσουν , μπορεί να χρησιμοποιούν ασυνήθιστες παρομοιώσεις ή να μιλούν με μια τυπική και μονότονη φωνή.
• Σοβαρή επιβράδυνση στην κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων.
• Το αυτιστικό παιδί συχνά αποφεύγει να κοιτάξει τον άλλον στα μάτια, δεν θέλει να το παίρνουν αγκαλιά και φαίνεται να αποκόβεται από τον κόσμο. Δεν φαίνεται να θέλει ή να ξέρει πώς να παίζει με τα άλλα παιδιά. Η ικανότητα του να κάνει φιλίες είναι προβληματική και ανίκανο να κατανοήσει τα συναισθήματα και τις απόψεις των άλλων.
• Ανακόλουθες μορφές αισθητηριακών αντιδράσεων.
Το αυτιστικό παιδί μπορεί κατά περιστάσεις μπορεί να δώσει την εντύπωση πως είναι κωφό και πως δεν μπορεί να αντιδράσει σε λέξεις και ήχους. Άλλες στιγμές πάλι , το ίδιο παιδί μπορεί να ενοχληθεί υπερβολικά από έναν καθημερινό θόρυβο, όπως ο θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας, το γαύγισμα ενός σκύλου, ή το κλάμα ενός μωρού. Το παιδί μπορεί να παρουσιάζει μία αναισθησία στον πόνο και μία έλλειψη ανταπόκρισης στο κρύο ή στη ζέστη ή μια υπερβολική αντίδραση σε άλλα αισθητηριακά ερεθίσματα .
• Ανομοιογενείς μορφές διανοητικών λειτουργιών .
Το αυτιστικό άτομο μπορεί να έχει ικανότητες σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς. Μπορεί να διαθέτει μέγιστη ικανότητα σε μερικές συγκεκριμένες λειτουργίες σε σχέση με το γενικό επίπεδο της λειτουργίας του. Τα αυξημένα ταλέντα μπορεί να περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπως η ζωγραφική , η μουσική , οι μαθηματικοί υπολογισμοί, ή η απομνημόνευση γεγονότων χωρίς να παίζει ρόλο το κατά πόσον είναι σημαντικά ή απολύτως ασήμαντα. Περίπου το 20% - 30% των αυτιστικών ατόμων έχουν νοημοσύνη στον μέσον ή και πάνω από τον μέσον όρο. Από την άλλη μεριά ,η πλειοψηφία των ατόμων αυτών παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς νοητικής καθυστέρησης. Αυτός ο συνδυασμός διανοητικών μειονεξιών και δυνατοτήτων κάνει τον αυτισμό ιδιαίτερα πολύπλοκο.
Επίσης ένα άτομο με αυτισμό μπορεί να παρουσιάζει σωματικές κινήσεις όπως χειροκρότημα, περιστροφές, κούνημα κορμού.
Πέραν των κεντρικών χαρακτηριστικών του αυτισμού στα οποία βασίζεται η διάγνωση συχνά συνυπάρχουν συνοδά προβλήματα όπως εκρήξεις οργής , επιθετικότητα, αυτοτραυματική συμπεριφορά, ανυπακοή και νευρολογικές διαταραχές που χρειάζονται εκτίμηση και θεραπευτική παρέμβαση.
Τα προβλήματα συμπεριφοράς του αυτισμού κυμαίνονται από πολύ σοβαρής έως και πολύ ελαφριάς μορφής. Τα σοβαρά προβλήματα εκδηλώνονται με ασυνήθιστη , επιθετική και ακόμα με καταστροφική συμπεριφορά. Στην ελαφριά του μορφή μοιάζει με μαθησιακή δυσκολία. Συχνά
ακόμα και άτομα που πάσχουν από ελαφριά μορφή αυτισμού έχουν σημαντικές αναπηρίες στην καθημερινή τους ζωή .
Διαφορά αυτισμού παιδικής ηλικίας και άτυπου αυτισμού:
Ο αυτισμός της παιδικής ηλικίας χαρακτηρίζεται από α) την παρουσία παθολογικής ανάπτυξης που εκδηλώνεται πριν την ηλικία των τριών ετών και β) την παρουσία παθολογικής λειτουργικότητας και στα τρία επίπεδα της ψυχοπαθαλολογίας, την ανταποδοτική κοινωνική αλληλεπίδραση, την
επικοινωνία και την περιορισμένη, στερεότυπη , επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά.
Ο άτυπος αυτισμός διαφέρει είτε στην ηλικία έναρξης είτε στο ότι δεν εκπληρώνει και τα τρία διαγνωστικά κριτήρια. Εμφανίζεται συχνότερα σε σοβαρά καθυστερημένα άτομα και σε άτομα με μια συγκεκριμένη σοβαρή διαταραχή αντίληψης της γλώσσας.
Διαφορά αυτισμού με νοητική υστέρηση :
Τα περισσότερα παιδιά με νοητική υστέρηση αναπτύσσουν ικανότητες με έναν ομοιογενή ρυθμό μάθησης ,παρόλο που είναι πιο αργός από εκείνων των παιδιών της ίδιας ηλικίας. Τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν αποκλειστικά ανομοιογενή εξέλιξη ικανοτήτων. Τείνουν να έχουν ελλείψεις σε συγκεκριμένους τομείς , με την πιο κοινή τους ικανότητα να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν
με τους άλλους.
Επιδιμιολογία :ο αυτισμός είναι μία από τις μείζοντες αναπτυξιακές διαταραχές. επιδημιολογικές μελέτες που έχουν χρησιμοποιήσει αυστηρά διαγνωστικά κριτήρια αναφέρουν επιπολασμό 1 ανά 2000 άτομα για τον αυτισμό και 1 ανά 500 για το σύνολο των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών.
Ακόμη 20 άτομα σε 10.000 παρουσιάζουν αυτιστικές τάσεις. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 4.000 – 5.000 παιδιά και ενήλικα άτομα με κλασσικό αυτισμό και 20.000 με 30.000 με αυτιστικού τύπου διαταραχές ανάπτυξης.
Ο αυτισμός παρουσιάζεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις φυλές, τις εθνικότητες και τις κοινωνικές τάξεις. Τέσσερα στα πέντε άτομα είναι αρσενικού φύλλου.
Αιτιοπαθογένεια:
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες
Συνυπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις
Γενετικοί παράγοντες
Προγεννητικοί – περιγεννητικοί – εξωγενείς παράγοντες
Νευροχημικοί και νευροορμονικοί παράγοντες
Μεταβολικοί και ανοσολογικοί παράγοντες
Νευροανατομικοί παράγοντες
5:6 Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητα
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής είναι νευρολογικής φύσεως και γενετικής αιτιολογίας. Παρατηρείται από την παιδική ηλικία σε μεγαλύτερη ένταση από το μέσο άτομο και αποτελεί τροχοπέδη στην ομαλή διεκπεραίωση των εργασιών της καθημερινότητας.
Πολλές φορές οι γονείς ανησυχούν όταν ειδοποιούνται από το σχολείο του παιδιού επειδή δεν ακούει το δάσκαλο ή δημιουργεί προβλήματα. Όμως το παιδί με το συγκεκριμένο σύνδρομο συχνά επιθυμεί να είναι καλός μαθητής αλλά η παρορμητική συμπεριφορά του και η δυσκολία του να συγκεντρωθεί στο μάθημα παρεμβαίνουν και δημιουργεί προβλήματα
Κάθε παιδί μπορεί περιστασιακά να παρουσιάσει διάσπαση προσοχής , παρορμητισμό ή υπερκινητικότητα, το παιδί όμως με το σύνδρομο αυτό παρουσιάζει τα συγκεκριμένα συμπτώματα και τη συμπεριφορά, συχνότερα και σοβαρότητα από τα συνομήλικα του παιδιά. Το σύνδρομο Ε.Π.Υ ή Δ.ΕΠ ξεκινά πριν από το έβδομο έτος της ηλικίας και μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την
ενηλικίωση και εμφανίζεται περίπου στο 25% των οικογενειών , με γονείς που έχουν το ίδιο πρόβλημα.
Τα βασικά συμπτώματα είναι τα εξής :
• Απόσπαση - διάσπαση προσοχής
• Παρορμητική συμπεριφορά
• Ψυχική και σωματική εγρήγορση
Κατά τον δρ. Χάλογουελη συμπτωματολογία που εμφανίζει το παιδί είναι :
1 ) Ελλειμματική προσοχή
Συχνά :
• Δεν μπορεί να εστιάσει την προσοχή του σε λεπτομέρειες, κάνει λάθη από απροσεξία στις εργασίες του σχολείου.
•Δεν μπορεί να οργανώσει τις εργασίες του.
• Αδιαφορεί για τις οδηγίες που του δίνονται όσο αναφορά τις σχολικές εργασίες, καθημερινές εργασίες και γενικά καθήκοντα που έχει αναλάβει.( χωρίς όλα αυτά να οφείλονται σε αντιδραστική
συμπεριφορά ή αδυναμία κατανόησης των οδηγιών )
• Δίνει την εντύπωση ότι δεν ακούει , όταν κάποιος του απευθύνει το λόγο.
• Δεν κρατάει εύκολα την προσοχή του όταν ασχολείται με κάτι ή όταν παίζει.
• Ξεχνάει τις καθημερινές του δραστηριότητες.
• Χάνει αντικείμενα που του είναι χρήσιμα για εργασίες – δραστηριότητες.
• Αποσπάται εύκολα η προσοχή του εξαιτίας εξωτερικών ερεθισμάτων.
• Δεν δείχνει προθυμία να ασχοληθεί με εργασίες που απαιτούν έντονη διανοητική δραστηριότητα.
2 ) Υπερκινητικότητα
Συχνά :
• Τρέχει και κινείται υπερβολικά σε χώρους όπου τέτοιου είδους συμπεριφορά κρίνεται ακατάλληλη.
( οι έφηβοι – ενήλικες περιορίζονται σε ψυχική εγρήγορση )
• Σηκώνεται από τη θέση ή από το θρανίο όπου δεν πρέπει να μετακινηθεί.
• Παίζει νευρικά με τα χέρια του , στριφογυρίζει αμήχανα στη θέση του , κουνάει τα πόδια του.
• Μιλάει υπερβολικά.
• Δυσκολεύεται να πάρει μέρος σε δραστηριότητες ή να παίξει σε ηρεμία.
• Δεν θέλει να μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα μέρος.
3 ) Παρορμητικότητα:
Συχνά :
• Διακόπτει ή θέλει να επιβάλλει την παρουσία του π.χ. σε ομαδικά παιχνίδια
• ‘’ Πετάγεται’’ δίνοντας απαντήσεις προτού ολοκληρωθεί η πρόταση.
Ένα παιδί που παρουσιάζει συμπτώματα του συνδρόμου πρέπει να έχει μια εκτίμηση της κατάστασης του και της αντιληπτικής του ικανότητας . Μπορεί να παρουσιάζει και άλλη ψυχολογική διαταραχή όπως κατάθλιψη, δυσκολία στην επικοινωνία, αγχώδη διαταραχή ή μανιοκατάθλιψη. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά, το παιδί μένει πίσω στη σχολική του απόδοση καθώς και
στις φιλικές – κοινωνικές του σχέσεις. Βιώνει συχνότερα την αποτυχία και τη ματαίωση από ότι την επιτυχία και την αποδοχή και εισπράττει αρνητική αποδοχή από δασκάλους και οικογένεια ,καθώς δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Η έρευνα δείχνει καθαρά πως η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει δραστικά, βελτιώνοντας την προσοχή, τη συγκέντρωση, την στοχοποιημένη συμπεριφορά και τις οργανωτικές ικανότητες. Άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορεί να συμπεριλαμβάνουν γνωστική – συμπεριφοριστική θεραπεία , εκπαίδευση στις κοινωνικές δεξιότητες,
συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και κατευθύνσεις στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του παιδιού. Η συμπεριφοριστική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει το παιδί ώστε να ελέγχει την επιθετικότητα του, να αποκτήσει κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά και να είναι πιο παραγωγικό. Η γνωστική θεραπευτική
παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αποκτήσει αυτοεκτίμηση, να μειώσει τις αρνητικές σκέψεις και να οργανώσει την ικανότητα του να επιλύει προβλήματα , οι γονείς θα μάθουν να διαχειρίζονται την επικοινωνία με το παιδί τους δίνοντας μία εντολή κάθε φορά και όχι πολλές μαζί. Οι εκπαιδευτικές κατευθύνσεις θα αντιμετωπίσουν το σύνδρομο συγχρόνως με πιθανά συνυπάρχοντα μαθησιακά προβλήματα.
Τέλος ένα παιδί που έχει διαγνωσμένο το σύνδρομο και αντιμετωπίζεται κατάλληλα μπορεί να έχει μια παραγωγική πορεία ζωής.
5:1 ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ
Τα παιδιά με σωματική μειονεξία και κινητική αναπηρία δεν αντιμετωπίζουν μόνο προβλήματα κινητικότητας. Συχνά συνυπάρχουν προβλήματα γλωσσικής ανάπτυξης και επικοινωνίας, πνευματικής ανάπτυξης, συναισθηματικής ωρίμανσης και αυτοεκτίμησης και προβλήματα κοινωνικής
ανάπτυξης ( Κρουσταλάκης 2000 ).
Ο άνθρωπος ακολουθεί μια αναπτυξιακή πορεία η οποία ξεκινά από τη στιγμή της σύλληψης του. Η αναπτυξιακή αυτή πορεία αφορά την κινητική, αντιληπτική, νοητική, συναισθηματική και κοινωνική σφαίρα.
Ο όρος κινητική ανάπτυξη είναι ελλιπής. Για το λόγο αυτό αναφέρεται και ως αισθητικοκινητική ανάπτυξη δεδομένου ότι η ανάπτυξη της κίνησης και η κατάκτηση κάθε κινητικού και λειτουργικού επιτεύγματος επηρεάζεται άμεσα από τις αισθητικές και γνωστικές εμπειρίες.
Οι διαταραχές του τόνου συναντώνται σε εγκεφαλική παράλυση, σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση , σε κάκωση του νωτιαίου μυελού και ως εκδήλωση νευροεκφυλιστικών και άλλων νοσημάτων του Κ.Ν.Σ. ( διάφορα σύνδρομα όπως π.χ το σύνδρομο Done )
Μαθητές με παλαιό τραύμα στον εγκέφαλο (ΚΕΚ) θεωρείται ότι έχουν μαθησιακές δυσκολίες, συναισθηματικές διαταραχές ή νοητική υστέρηση. Όταν συνυπάρχουν και κινητικά προβλήματα η αναγνώριση της κατάστασης είναι σαφώς πιο εύκολη. Ανάλογα με την εντόπιση της βλάβης μπορεί να
παρουσιαστεί σπαστικότητα ,αταξία ή μικτές μορφές. Συχνά υπάρχουν δυσκολίες αδρής κινητικότητα ( ισορροπία, ορθοστάτιση, βάδιση)και λεπτής κινητικότητας. Η ανάπτυξη παθολογικού μυικού τόνου δημιουργεί διαταραχές της κινητικότητας που είναι δυνατόν να μοιάζουν με τις διαταραχές της
κινητικότητας της Ε.Π.
Κακώσεις του νωτιαίου μυελού. Οι βλάβες συνήθως οφείλονται σε τροχαία ατυχήματα ή σε πτώσεις από μεγάλο ύψος. Λοιμώξεις ή όγκοι ( παθολογικές καταστάσεις) είναι άλλες αιτίες οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν παραπληγία ή τετραπληγία . Έχουμε διαταραχή της κινητικότητας και της αισθητικότητας του σώματος αλλά και δυσλειτουργία του αναπνευστικού συστήματος , της
καρδιακής λειτουργίας , της λειτουργίας του εντέρου και της κύστης, διαταραχή του μυικού τόνου κ.α.
Ανίχνευση αναπτυξιακών προβλημάτων
Το παιδί :
- άργησε να κατακτήσει θεμελιώδη αναπτυξιακά στάδια (στήριξη κεφαλιού,
στήριξη σε καθιστή θέση, βάδιση, πρώτη ομιλία )
- έχει δυσκολίες στην ρουτίνα του ύπνου και/ή του φαγητού
συναντά δυσκολίες στην απόκτηση γνώσεων ή δεξιοτήτων
- δεν έχει εκπαιδευτεί στην χρήση τουαλέτας
- δεν κατανοεί προφορικές οδηγίες (περιορισμένη αντιληπτική ικανότητα του προφορικού λόγου)
- δεν εκτελεί απλές εντολές
- έχει καθυστέρηση σε δεξιότητες αδρής κινητικότητας (π.χ. αδυναμία ισορροπίας στο ένα πόδι, ασυντόνιστο τρέξιμο, δυσκολία στα λακτίσματα)
- παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες στην λεπτή κινητικότητα (π.χ. αδυναμία χειρισμού εργαλείων, ανώριμη λαβή μολυβιού, δυσκολίες με κουμπώματα, δεσίματα κ.α.)
- έχει περιορισμένη εκφραστική ικανότητα στον λόγο (απουσία επικοινωνιακού λόγου ή πολύ φτωχή ποιότητα έκφρασης ή αδυναμία τήρησης διαλόγου, αδυναμία περιγραφής αντικειμένων, εικόνων ή
καταστάσεων)
- έχει δυσκολία στις κοινωνικές δεξιότητες (δεν γνωρίζει πώς να πλησιάσει τα άλλα παιδιά ή πλησιάζει αδέξια τα άλλα παιδιά, συχνά απομονώνεται από την ομάδα ή είναι υπέρ το δέον διαχυτικό προς τα άλλα παιδιά, δεν γνωρίζει πώς να εκδηλώσει τα συναισθήματά του)
- έχει δυσκολία στις δεξιότητες αυτοεξυπηρέτησης (ντύσιμο, γδύσιμο, προσωπική υγιεινή, δεξιότητες για το φαγητό)
- κάνει χαοτικό και αδόμητο παιχνίδι
- εστιάζει την προσοχή του σε ένα έργο για 1-2 λεπτά
- παρουσιάζει χειριστική συμπεριφορά για να «περάσει το δικό του»
- έχει επιβαρυντικούς παράγοντες που αφορούν το ίδιο ή το άμεσο περιβάλλον που
- μεγαλώνει (οικογενειακό περιβάλλον σε κρίση, διαζύγιο γονέων, χρόνια προβλήματα υγείας του παιδιού, φτωχή δυνατότητα του περιβάλλοντος να προσφέρει ερεθίσματα, γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας, γονείς μετανάστες.
Παιδιά με αναπτυξιακά προβλήματα
Η καθυστέρηση της ανάπτυξης έχει επίδραση τόσο στη φυσική όσο και νοητική κατάσταση επειδή ο περιορισμός της κινητικότητας παρεμποδίζει την εξερεύνηση του περιβάλλοντος και συνεπώς μειώνει τα ερεθίσματα που δέχεται από αυτό.
Τα παιδιά αυτά κατά την προσχολική ηλικία κατακτούν δεξιότητες με αργούς ρυθμούς σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Αργότερα στην σχολική τους επίδοση συχνά κάποια από αυτά συνεχίζουν να παρουσιάζουν έντονες μαθησιακές δυσκολίες. Μερικά από αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν αυτά τα
προβλήματα εξαιτίας περιβαλλοντικών παραγόντων αλλά με κατάλληλη διαφοροποιημένη εκπαίδευση μπορούν να “φτάσουν” τα άλλα παιδιά. Κάποια άλλα παιδιά με αναπτυξιακά προβλήματα μπορεί να έχουν νοητική καθυστέρηση που βασίζεται σε νευροβιολογικούς λόγους και μπορεί να έχουν ένα ιστορικό καθυστέρησης στα θεμελιώδη αναπτυξιακά στάδια της στήριξης, ορθοστάτησης, βάδισης, ομιλίας. Η νοητική καθυστέρηση έχει πολλές βαθμίδες και ποιότητες όμως όλα τα παιδιά είναι ικανά με διαφοροποιημένη διδασκαλία να μάθουν νέες δεξιότητες. Συχνά παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες τόσο εξαιτίας περιβαλλοντικών όσο και νευροβιολογικών παραγόντων μπορεί να
παρουσιάζουν συνοδά προβλήματα όπως προβλήματα κινητικού συντονισμού, Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής με ή χωρίς Υπερκινητικότητα, προβλήματα συμπεριφοράς.
5:2 Μαθησιακές δυσκολίες/ ειδικές διαταραχές
Μαθησιακές δυσκολίες είναι ο πιο διαδεδομένος όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πολυπλοκότητα και την πολυμορφία των προβλημάτων που εμφανίζει ένας μεγάλος αριθμός μαθητών στην απόκτηση των σχολικών γνώσεων. Ο όρος « μαθησιακή δυσκολία »που αντικαταστάθηκε αργότερα από τον όρο « ειδική μαθησιακή δυσκολία » προτάθηκε από τους ειδικούς
δασκάλους και παιδαγωγούς στις αρχές του 1960, στην Αμερική υπογραμμίζοντας την εκπαιδευτική πλευρά του προβλήματος. Παρ όλη την εκτενή βιβλιογραφία που έχει συγκεντρωθεί την τελευταία τριακονταετία δεν υπάρχει συμφωνία πάνω στα αποδεκτά κριτήρια σχετικά με τον ορισμό, την
αιτιολογία, την κατηγοριοποίηση και την διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών. Η διαφοροποίηση της σοβαρότητας των συμπτωμάτων σύμφωνα με την αναπτυξιακή πορεία του ατόμου, αλλά και η δυσκολία διάκρισης μεταξύ πρωτογενών και δευτερογενών δυσκολιών αποτελούν επιπρόσθετους
παράγοντες σύγχυσης. ( Κολιάδης και Πολυχρονοπούλου ,1990 )
Τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες μπορούν αδρά να χωριστούν σε τρεις ομάδες ανάλογα με τις αιτίες που τους εμποδίζουν να ανταποκριθούν ικανοποιητικά στις απαιτήσεις και στις διαδικασίες μάθησης του σχολείου. Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται τα παιδιά με περιορισμένες νοητικές ικανότητες, στην δεύτερη τα παιδιά που εμφανίζουν ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της μάθησης και στην Τρίτη τα παιδιά με συναισθηματικές δυσκολίες που παρεμποδίζουν την έκφραση των μαθησιακών τους ικανοτήτων. Ο διαχωρισμός αυτός δεν αποκλείει να συνυπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις παιδιών περισσότερες της μιας από τις παραπάνω αιτίες.
Αιτιολογία : παράγοντες προδιαθεσιακοί, γενετικοί, νευροβιολογικοί, γωσιακοί ενοχοποιούνται ότι συμβάλλουν στη δημιουργία των αιτιών. Σε στατιστική βάση , οι περιβαλλοντικοί και οι συναισθηματικοί παράγοντες ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό παιδιών που παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες. Ακατάλληλο σχολικό περιβάλλον, χαοτικές οικογενειακές συνθήκες
συχνά αποτελούν εμφανείς παράγοντες που μειώνουν τις δυνατότητες ενός παιδιού για σχολική μάθηση. Συχνά σε υπερπροστατευμένα ή παραμελημένα παιδιά παρατηρείται αδυναμία μα επενδύσουν συναισθηματικά και νοητικά στη μάθηση και να χαρούν την ευχαρίστηση που τους προσφέρει . Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες που διαπιστώνουμε ότι
αδυνατούν να αντέξουν καταστάσεις επιτυχίας και επιβεβαίωσης των ικανοτήτων τους τις οποίες ασυνείδητα αναστέλλουν.
Σε πολλές από τις περιπτώσεις για τις μαθησιακές δυσκολίες ευθύνονται εξελικτικές – αναπτυξιακές δυσλειτουργίες σε τομείς που συνδέονται με τις γνωστικές διαδικασίες όπως : η ελλειμματική ικανότητα της συγκέντρωσης και της προσοχής , της απομνημόνευσης, οι διαταραχές του λόγου , οι διαταραχές της εκτέλεσης, πολύπλοκων νοητικών λειτουργιών, οι δομικές ανεπάρκειες του
εγκεφάλου αναγκαίες για την οργάνωση των γνωστικών διαδικασιών.
Ειδικές διαταραχές:
Ειδική διαταραχή της ανάγνωσης: στην οποία κατατάσσεται η δυσλεξία.
Το κύριο χαρακτηριστικό είναι μια συγκεκριμένη διαταραχή στην ανάπτυξη της ικανότητας ανάγνωσης που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από νοητική υστέρηση, προβλήματα οπτικής οξύτητας ή από ανεπαρκή εκπαίδευση. Έχει αφετηρία τον εγκέφαλο. Μπορεί να έχουν υποστεί βλάβη τόσο οι τομείς της κατανόησης του γραπτού λόγου, της αναγνώρισης των γραπτών λέξεων όσο
και της προφορικής ανάγνωσης και η εκτέλεση εργασιών που απαιτούν ανάγνωση.
Οι ορθογραφικές δυσχέρειες συχνά σχετίζονται με ειδικές διαταραχές ανάγνωσης και αρκετές φορές παραμένουν μέχρι την εφηβεία , ακόμα κι όταν πλέων έχει επιτευχθεί πρόοδος στην ανάγνωση.
Συχνά προϋπάρχει ιστορικό διαταραχών ανάπτυξης του λόγου. Άλλοτε πάλι συνυπάρχουν συναισθηματικές διαταραχές και διαταραχές της συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας . Η δυσλεξία εμφανίζεται στα αγόρια σε αναλογία 4:1 σε σχέση με τα κορίτσια.
Ειδική διαταραχή του συλλαβισμού :αφορά τη μειονεξία στην ανάπτυξη των ορθογραφικών δεξιοτήτων.
Ειδική διαταραχή αριθμητικών ικανοτήτων :Περιλαμβάνει μια ειδική βλάβη στις αριθμητικές δεξιότητες, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί βάση μόνο μιας γενικής νοητικής υστέρησης ή βάση ανεπαρκούς διδασκαλίας. Η διαταραχή αφορά στην κατανόηση των μαθηματικών πράξεων .( πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμός )
Συνοδά κλινικά σημεία ειδικής διαταραχής αριθμητικών ικανοτήτων :
Δυσκολία εκμάθησης των ονομάτων των αριθμών
Δυσκολία επανάληψης μιας αριθμητικής αλληλουχίας
Δυσκολία καταγραφής των αριθμητικών συμβόλων
Δυσκολία κατανόησης των πράξεων ΄΄συνδέω ΄΄ και ΄΄χωρίζω΄΄
Δυσκολία εκμάθησης της ακριβούς έννοιας των συμβόλων των αριθμητικών πράξεων και χρησιμοποίησης τους.
Δυσκολία εκτέλεσης βασικών πράξεων από μνήμης
Δυσκολία κατανόησης ΄΄ αξία ΄΄ και απόδοσης της στα αριθμητικά μεγέθη
Δυσκολία ευθυγράμμισης των αριθμητικών ψηφίων κατά την επίλυση προβλημάτων
Δυσκολία να τηρηθεί η ευθυγράμμιση κατά την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων
Ιδιοσυστασιακά εσφαλμένα πρότυπα εκτέλεσης πράξεων
Αδυναμία - βραδύτητα εκτέλεσης ακριβών υπολογισμών
Δυσκολία κατανόησης και απόδοσης των στοιχείων με γραφικές παραστάσεις
Δυσκολία κατανόησης προφορικών προβλημάτων
Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή του λόγου και της γλώσσας :
Διαταραχές κατά τις οποίες τα φυσιολογικά πρότυπα γλωσσικής μάθησης διαταράσσονται ήδη από τα πρώιμα στάδια της ανάπτυξης.
Οι καταστάσεις αυτές δεν μπορούν να αποδοθούν άμεσα σε νευρολογικές διαταραχές ή διαταραχές του λόγου. Οι ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και της γλώσσας συχνά ακολουθούνται από σχετικά προβλήματα , όπως δυσχέρεια ανάγνωσης και του γραμματισμού των λέξεων, ανωμαλία στις διαπροσωπικές σχέσεις και συμπεριφορικές διαταραχές.
Ειδικές διαταραχές της άρθρωσης του λόγου :Συγκεκριμένες διαταραχές κατά τις οποίες η χρησιμοποίηση των αντιχήσεων του λόγου δεν είναι η κατάλληλη για την νοητική του ηλικία ,αλλά οι γλωσσικές δεξιότητες είναι φυσιολογικά αναπτυγμένες.
Διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης : Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία η ικανότητα του παιδιού να εκφράζεται με τον προφορικό λόγο είναι σημαντικά μειωμένη κάτω από τα κανονικά επίπεδα για την νοητική του ηλικία , αλλά η κατανόηση του λόγου βρίσκεται σε φυσιολογικά όρια. Μπορεί να συνυπάρχουν ή όχι διαταραχές στην άρθρωση του λόγου.
Διαταραχή της γλωσσικής αντίληψης : Ειδική αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία η ικανότητα κατανόησης του λόγου βρίσκεται κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα για την νοητική ηλικία του παιδιού. Πρακτικά σε όλες τις περιπτώσεις επηρεάζεται και η ικανότητα γλωσσικής έκφρασης σε σημαντικό βαθμό έτσι ώστε συχνά να παρατηρούνται ανωμαλίες στην εκφώνηση των
λέξεων.
Ειδική διαταραχή γραμματισμού των λέξεων : Το κύριο χαρακτηριστικό είναι μια ειδική και σημαντική βλάβη στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων γραμματισμού των λέξεων , χωρίς να προϋπάρχει ιστορικό διαταραχών της ανάγνωσης, η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο από την χαμηλή
νοητική ηλικία, από προβλήματα οπτικής οξύτητας ή από ανεπαρκή εκπαίδευση. Επηρεάζεται τόσο η προφορική ικανότητα γραμματισμού των λέξεων όσο και η ορθογραφία.
Μικτές διαταραχές των σχολικών δεξιοτήτων : Πρόκειται για μια τελευταία κατηγορία διαταραχών που ορίζονται ως παθολογικές και κατά τις οποίες έχουν επηρεαστεί τόσο οι αριθμητικές δεξιότητες όσο και οι δεξιότητες ανάγνωση ή γραμματισμού των λέξεων και οι οποίες δεν μπορούν να
εξηγηθούν στα πλαίσια νοητικής υστέρησης ή ανεπαρκούς διδασκαλίας.
Τραυλισμός :Πρόκειται για διαταραχή της ομιλίας που χαρακτηρίζεται από είτε από συχνή επανάληψη ή επιμήκυνση ήχων ή συλλαβών ή λέξεων είτε από συχνούς δισταγμούς και παύσεις που εμποδίζουν την ρυθμική ροή του λόγου. Πιθανές αιτίες είναι μια δυσκολία του παιδιού να συντονίσει τους μηχανισμούς που είναι απαραίτητοι για να μιλήσουμε ( αναπνοή, ενεργοποίηση μυών γλώσσας, κ.α. ), ο τρόπος που μιλάμε σε ένα παιδί, ο ρυθμός ανάπτυξης της ομιλίας ενός παιδιού, και διάφοροι στρεσογόνοι παράγοντες του περιβάλλοντος. Εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια από ότι στα κορίτσια 4:1 και παιδιά που άργησαν να μιλήσουν. Συνήθως , αρχίζει μεταξύ 2 και 5 ετών. Ο τραυλισμός κατά κανόνα αναπτύσσεται σταδιακά και μπορεί να καταστεί πραγματικό πρόβλημα στην επικοινωνία του παιδιού με τους άλλους. Επιδεινώνεται όταν το παιδί προσπαθεί να μιλήσει γρήγορα, ωστόσο η ένταση του ποικίλει. Μπορεί να είναι έντονος σε μια συγκεκριμένα περίοδο και στην συνέχεια να βελτιωθεί ή να εξαφανιστεί. Ο τραυλισμός εκφράζει το άγχος του παιδιού και δεν είναι τυχαίο ότι ξεκινά σε περίοδο ψυχικής πίεσης. Αν δούμε ότι το φυσιολογικό κόμπιασμα συνοδεύεται από έντονη μυική προσπάθεια και ένταση ή ότι είναι υπερβολικά συχνό είναι καλό να αναζητηθεί βοήθεια.
Επίκτητη αφασία με επιληψία :Είναι μια διαταραχή κατά την οποία το παιδί ενώ προηγούμενα έχει επιτύχει φυσιολογικό επίπεδο γλωσσικής ανάπτυξης χάνει τόσο την ικανότητα έκφρασης όσο και την ικανότητα αντίληψης του λόγου, ενώ διατηρεί την γενική του ευφυία.
Η έναρξη της διαταραχής συνοδεύεται από παροξυσμικές διαταραχές του ΗΕΓ και στην πλειονότητα των περιπτώσεων και από επιλιπτικούς σπασμούς.
Χρονικά η έναρξη της διαταραχής εντοπίζεται μεταξύ 3 και 7 ετών και οι γλωσσικές δεξιότητες χάνονται μέσα σε διάστημα ημερών ή εβδομάδων. Η χρονική σχέση μεταξύ της έναρξης των επιλιπτικών κρίσεων και της απώλειας των γλωσσικών δεξιοτήτων ποικίλει και συχνά το ένα προηγείται του άλλου. Ως πιθανή αιτία έχει προταθεί μια φλεγμονώδης διεργασία του εγκεφάλου.
Ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας: Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι η σοβαρή βλάβη στην ανάπτυξη του συντονισμού των κινήσεων, η οποία μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα στα πλαίσια της νοητικής υστέρησης ή άλλης ειδικής συγγενούς ή επίκτητης διαταραχής.
Οι αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας περιγράφονται ως « σύνδρομο του αδέξιου παιδιού » Το παιδί καθυστερεί να βαδίσει, να τρέξει, να ανέβει σκάλες. Επίσης δεν μπορεί να φάει , να ντυθεί , να δέσει τα κορδόνια του. Γενικά, εκτελεί με αδέξιο τρόπο λεπτές και αδρές κινήσεις και ο
συντονισμός είναι κατώτερος από τον αναμενόμενο για την ηλικία του, με δεδομένη την φυσιολογική νοημοσύνη .Δευτερογενώς αναπτύσσονται και μαθησιακά προβλήματα.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η προσεκτική κλινική εξέταση αποκαλύπτει έντονη νευροαναπτυξιακή ανωριμότητα, όπως χορειακές κινήσεις και άλλα σχετικά κινητικά χαρακτηριστικά της λεπτής και της αδρής κινητικότητας.
Αναπτυξιακή διαταραχή συντονισμού των κινήσεων: Τα παιδιά με αναπτυξιακή διαταραχή του κινητικού συντονισμού εμφανίζουν ήπια κινητικά προβλήματα, αν και δεν ανήκουν στην ομάδα των παιδιών με κινητική αναπηρία. Αποτελεί μια αρκετά συχνή διαταραχή της αδρής κινητικότητας. Το
παιδί είναι αδέξιο και δεν μπορεί να εκτελέσει διάφορες δραστηριότητες. Έχει δυσκολία στάσης ενάντια στη βαρύτητα και στηρίζεται σε αντικείμενα ή ξαπλώνει στο πάτωμα. ( λόγω υποτονίας ).
Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από σημαντική απόκλιση στην ανάπτυξη του κινητικού συντονισμού, που παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό τη σχολική απόδοση ή τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του παιδιού. (ΔAPPA 1994). Αναγνωρίζεται όταν οι δυσκολίες συντονισμού των κινήσεων δεν οφείλεται σε άλλη ιατρική κατάσταση , όπως ημιπληγία, εγκεφαλική παράλυση ή μυική δυστροφία και δεν πληρούνται κριτήρια διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής. Σε παιδιά με νοητική υστέρηση , η διαταραχή αναγνωρίζεται όταν οι δυσκολίες κινητικού συντονισμού είναι πιο σοβαρές από το αναμενόμενο σε σχέση με το νοητικό επίπεδο.
Η συχνότητα αυτής της διαταραχής υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε 6% στα παιδιά 5 – 11 χρονών , ενώ η πορεία ποικίλει .Σε μερικές περιπτώσεις οι δυσκολίες συνεχίζουν να υπάρχουν κατά την εφηβεία και την ενήλικη ζωή. (ΔΑΡΡΑ 1994)
Ειδικές μικτές αναπτυξιακές διαταραχές :Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει διαταραχές με μικτά χαρακτηριστικά ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών του λόγου, των σχολικών δεξιοτήτων και της κινητικής λειτουργίας, χωρίς όμως να κυριαρχεί κάποιο από αυτά έτσι ώστε να θέσει τη διάγνωση.
Η μικτή κατηγορία χρησιμοποιείται μόνο όταν συνυπάρχουν σε μεγάλο ποσοστό τα χαρακτηριστικά των διαταραχών, όταν δηλαδή υπάρχουν δυσλειτουργίες που πληρούν τα κριτήρια για δύο ή περισσότερες κατηγορίες. Συνήθως σχετίζονται με κάποιο βαθμό γενικής βλάβης των γνωστικών
λειτουργιών.
5:3 Σύνδρομο Rett :
Είναι ένα σύνδρομο με εγκεφαλική ατροφία και υπεραμμωνιαιμία, η οποία σχετίζεται με αυτιστική διαταραχή , άνοια, απραξικό βάδισμα , μείωση προσωπικής έκφρασης και χειριστικές στερεοτυπίες. Τρία στάδια παρουσιάζονται τα οποία ξεκινούν με υποτονία ( αρχικό στάδιο ) και τελειώνουν
με δυσκαμψία ( τελικό στάδιο )
Εμφανίζεται στα κορίτσια , κατά την οποία η αρχικά καλή πρώιμη ανάπτυξη ακολουθείται από μερική ή ολική απώλεια του λόγου και των κινητικών δεξιοτήτων και της χρήσης των χεριών με επιβράδυνση στην ανάπτυξη της κεφαλής. Το πιο βασικό στοιχείο είναι η επαναλαμβανόμενη κίνηση ταλάντωσης και η έλλειψη εκούσιων αυθόρμητων κινήσεων.
Χρόνος έναρξης :7 – 24 μήνα. Χαρακτηριστικά είναι η απώλεια των σκόπιμων κινήσεων των χεριών , οι στερεοτυπίες κατά τη γραφή και ο υπεραεσμός.
Η κοινωνική ανάπτυξη και η ανάπτυξη μέσω του παιχνιδιού ανακτώνται , το κοινωνικό ενδιαφέρον όμως τείνει να παραμείνει. Μέχρι τεσσάρων ετών εμφανίζεται αταξία του κορμού και απραξία ενώ χορειοθετωσικές κινήσεις εμφανίζονται αργότερα. Η τελική κατάληξη είναι σχεδόν πάντα η νοητική
υστέρηση.
5:4 Σύνδρομο Asperger :
Είναι μια διαταραχή αμφίβολης νοσολογικής αξίας που χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τύπο ποιοτικών διαταραχών της αμοιβαίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον αυτισμό και συγχρόνως με ένα περιορισμένο στερεότυπο ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων . Η διαφορά από τον αυτισμό είναι ότι δεν υπάρχει καθυστέρηση του λόγου ή στην ανάπτυξη των γνωστικών λειτουργιών.
Η διαταραχή σχετίζεται με μεγάλη αδεξιότητα και συχνά επιμένει στη εφηβεία και στην ενήλικο ζωή. Ορισμένες φορές εμφανίζονται ψυχωσικά σύνδρομα κατά τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής.
5:5 Αυτισμός :
Αυτιστική διαταραχή είναι ένας περιγραφικός όρος που δηλώνει ότι η διαταραχή στην ανάπτυξη είναι διάχυτη ,περιλαμβάνοντας περισσότερους του ενός αναπτυξιακούς τομείς και δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη θεωρία αιτιοπαθογένειας αν και υποδεικνύει την ανάγκη θεραπευτικής αντιμετώπισης
σε πολλαπλά επίπεδα. Η διαφορική διάγνωση ,πέραν του τύπου της διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής περιλαμβάνει άλλες αναπτυξιακές και ψυχιατρικές διαταραχές όπως νοητική υστέρηση, διαταραχές της ακοής, ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου, σχιζοφρένεια ,εκλεκτή αλαλία ,διαταραχή στερεότυπων κινήσεων, κοινωνική φοβία, αντιδραστική διαταραχή προσκόλλησης και σοβαρή πρώιμη αποστέρηση.
Ο αυτισμός είναι μία εκ γενετής αναπτυξιακή διαταραχή του εγκεφάλου.
Είναι μια αναπηρία που εμποδίζει τα άτομα να κατανοούν σωστά όσα βλέπουν, ακούν και γενικά αισθάνονται. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στις κοινωνικές σχέσεις , την επικοινωνία και τη συμπεριφορά τους.
Τα αυτιστικά άτομα πρέπει να μάθουν με πολύ μεγάλο κόπο , φυσιολογικά πρότυπα λόγου και επικοινωνίας και σωστούς τρόπους να συνδέονται με ανθρώπους , αντικείμενα και γεγονότα, που είναι όμοιοι με αυτούς που χρησιμοποιούνται για άτομα που έχουν πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο
αυτισμός είναι μια από πιο οδυνηρές ανάμεσα σε όλες τις μειονεκτικές καταστάσεις, δεν υπάρχει θεραπεία.
Χαρακτηριστικά του αυτισμού :η βαρύτητα των χαρακτηριστικών διαφέρει από άτομο σε άτομο, συνήθως όμως περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
• Σοβαρή επιβράδυνση στην γλωσσική ανάπτυξη και στην επικοινωνία.
Η γλώσσα εξελίσσεται πολύ αργά και κάποιες φορές δεν αναπτύσσεται και καθόλου. Εάν τελικά αναπτυχθεί ,η γλωσσική έκφραση παίρνει συνήθως παράδοξες μορφές ή γίνεται ασυνήθιστη χρησιμοποίηση λέξεων χωρίς καμία σύνδεση με την κανονική τους σημασία. Ακόμα και αυτοί που μπορούν να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να επικοινωνήσουν , μπορεί να χρησιμοποιούν ασυνήθιστες παρομοιώσεις ή να μιλούν με μια τυπική και μονότονη φωνή.
• Σοβαρή επιβράδυνση στην κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων.
• Το αυτιστικό παιδί συχνά αποφεύγει να κοιτάξει τον άλλον στα μάτια, δεν θέλει να το παίρνουν αγκαλιά και φαίνεται να αποκόβεται από τον κόσμο. Δεν φαίνεται να θέλει ή να ξέρει πώς να παίζει με τα άλλα παιδιά. Η ικανότητα του να κάνει φιλίες είναι προβληματική και ανίκανο να κατανοήσει τα συναισθήματα και τις απόψεις των άλλων.
• Ανακόλουθες μορφές αισθητηριακών αντιδράσεων.
Το αυτιστικό παιδί μπορεί κατά περιστάσεις μπορεί να δώσει την εντύπωση πως είναι κωφό και πως δεν μπορεί να αντιδράσει σε λέξεις και ήχους. Άλλες στιγμές πάλι , το ίδιο παιδί μπορεί να ενοχληθεί υπερβολικά από έναν καθημερινό θόρυβο, όπως ο θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας, το γαύγισμα ενός σκύλου, ή το κλάμα ενός μωρού. Το παιδί μπορεί να παρουσιάζει μία αναισθησία στον πόνο και μία έλλειψη ανταπόκρισης στο κρύο ή στη ζέστη ή μια υπερβολική αντίδραση σε άλλα αισθητηριακά ερεθίσματα .
• Ανομοιογενείς μορφές διανοητικών λειτουργιών .
Το αυτιστικό άτομο μπορεί να έχει ικανότητες σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς. Μπορεί να διαθέτει μέγιστη ικανότητα σε μερικές συγκεκριμένες λειτουργίες σε σχέση με το γενικό επίπεδο της λειτουργίας του. Τα αυξημένα ταλέντα μπορεί να περιλαμβάνουν δραστηριότητες όπως η ζωγραφική , η μουσική , οι μαθηματικοί υπολογισμοί, ή η απομνημόνευση γεγονότων χωρίς να παίζει ρόλο το κατά πόσον είναι σημαντικά ή απολύτως ασήμαντα. Περίπου το 20% - 30% των αυτιστικών ατόμων έχουν νοημοσύνη στον μέσον ή και πάνω από τον μέσον όρο. Από την άλλη μεριά ,η πλειοψηφία των ατόμων αυτών παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς νοητικής καθυστέρησης. Αυτός ο συνδυασμός διανοητικών μειονεξιών και δυνατοτήτων κάνει τον αυτισμό ιδιαίτερα πολύπλοκο.
Επίσης ένα άτομο με αυτισμό μπορεί να παρουσιάζει σωματικές κινήσεις όπως χειροκρότημα, περιστροφές, κούνημα κορμού.
Πέραν των κεντρικών χαρακτηριστικών του αυτισμού στα οποία βασίζεται η διάγνωση συχνά συνυπάρχουν συνοδά προβλήματα όπως εκρήξεις οργής , επιθετικότητα, αυτοτραυματική συμπεριφορά, ανυπακοή και νευρολογικές διαταραχές που χρειάζονται εκτίμηση και θεραπευτική παρέμβαση.
Τα προβλήματα συμπεριφοράς του αυτισμού κυμαίνονται από πολύ σοβαρής έως και πολύ ελαφριάς μορφής. Τα σοβαρά προβλήματα εκδηλώνονται με ασυνήθιστη , επιθετική και ακόμα με καταστροφική συμπεριφορά. Στην ελαφριά του μορφή μοιάζει με μαθησιακή δυσκολία. Συχνά
ακόμα και άτομα που πάσχουν από ελαφριά μορφή αυτισμού έχουν σημαντικές αναπηρίες στην καθημερινή τους ζωή .
Διαφορά αυτισμού παιδικής ηλικίας και άτυπου αυτισμού:
Ο αυτισμός της παιδικής ηλικίας χαρακτηρίζεται από α) την παρουσία παθολογικής ανάπτυξης που εκδηλώνεται πριν την ηλικία των τριών ετών και β) την παρουσία παθολογικής λειτουργικότητας και στα τρία επίπεδα της ψυχοπαθαλολογίας, την ανταποδοτική κοινωνική αλληλεπίδραση, την
επικοινωνία και την περιορισμένη, στερεότυπη , επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά.
Ο άτυπος αυτισμός διαφέρει είτε στην ηλικία έναρξης είτε στο ότι δεν εκπληρώνει και τα τρία διαγνωστικά κριτήρια. Εμφανίζεται συχνότερα σε σοβαρά καθυστερημένα άτομα και σε άτομα με μια συγκεκριμένη σοβαρή διαταραχή αντίληψης της γλώσσας.
Διαφορά αυτισμού με νοητική υστέρηση :
Τα περισσότερα παιδιά με νοητική υστέρηση αναπτύσσουν ικανότητες με έναν ομοιογενή ρυθμό μάθησης ,παρόλο που είναι πιο αργός από εκείνων των παιδιών της ίδιας ηλικίας. Τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν αποκλειστικά ανομοιογενή εξέλιξη ικανοτήτων. Τείνουν να έχουν ελλείψεις σε συγκεκριμένους τομείς , με την πιο κοινή τους ικανότητα να επικοινωνήσουν και να συνδεθούν
με τους άλλους.
Επιδιμιολογία :ο αυτισμός είναι μία από τις μείζοντες αναπτυξιακές διαταραχές. επιδημιολογικές μελέτες που έχουν χρησιμοποιήσει αυστηρά διαγνωστικά κριτήρια αναφέρουν επιπολασμό 1 ανά 2000 άτομα για τον αυτισμό και 1 ανά 500 για το σύνολο των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών.
Ακόμη 20 άτομα σε 10.000 παρουσιάζουν αυτιστικές τάσεις. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν τουλάχιστον 4.000 – 5.000 παιδιά και ενήλικα άτομα με κλασσικό αυτισμό και 20.000 με 30.000 με αυτιστικού τύπου διαταραχές ανάπτυξης.
Ο αυτισμός παρουσιάζεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις φυλές, τις εθνικότητες και τις κοινωνικές τάξεις. Τέσσερα στα πέντε άτομα είναι αρσενικού φύλλου.
Αιτιοπαθογένεια:
Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες
Συνυπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις
Γενετικοί παράγοντες
Προγεννητικοί – περιγεννητικοί – εξωγενείς παράγοντες
Νευροχημικοί και νευροορμονικοί παράγοντες
Μεταβολικοί και ανοσολογικοί παράγοντες
Νευροανατομικοί παράγοντες
5:6 Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής – υπερκινητικότητα
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής είναι νευρολογικής φύσεως και γενετικής αιτιολογίας. Παρατηρείται από την παιδική ηλικία σε μεγαλύτερη ένταση από το μέσο άτομο και αποτελεί τροχοπέδη στην ομαλή διεκπεραίωση των εργασιών της καθημερινότητας.
Πολλές φορές οι γονείς ανησυχούν όταν ειδοποιούνται από το σχολείο του παιδιού επειδή δεν ακούει το δάσκαλο ή δημιουργεί προβλήματα. Όμως το παιδί με το συγκεκριμένο σύνδρομο συχνά επιθυμεί να είναι καλός μαθητής αλλά η παρορμητική συμπεριφορά του και η δυσκολία του να συγκεντρωθεί στο μάθημα παρεμβαίνουν και δημιουργεί προβλήματα
Κάθε παιδί μπορεί περιστασιακά να παρουσιάσει διάσπαση προσοχής , παρορμητισμό ή υπερκινητικότητα, το παιδί όμως με το σύνδρομο αυτό παρουσιάζει τα συγκεκριμένα συμπτώματα και τη συμπεριφορά, συχνότερα και σοβαρότητα από τα συνομήλικα του παιδιά. Το σύνδρομο Ε.Π.Υ ή Δ.ΕΠ ξεκινά πριν από το έβδομο έτος της ηλικίας και μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την
ενηλικίωση και εμφανίζεται περίπου στο 25% των οικογενειών , με γονείς που έχουν το ίδιο πρόβλημα.
Τα βασικά συμπτώματα είναι τα εξής :
• Απόσπαση - διάσπαση προσοχής
• Παρορμητική συμπεριφορά
• Ψυχική και σωματική εγρήγορση
Κατά τον δρ. Χάλογουελη συμπτωματολογία που εμφανίζει το παιδί είναι :
1 ) Ελλειμματική προσοχή
Συχνά :
• Δεν μπορεί να εστιάσει την προσοχή του σε λεπτομέρειες, κάνει λάθη από απροσεξία στις εργασίες του σχολείου.
•Δεν μπορεί να οργανώσει τις εργασίες του.
• Αδιαφορεί για τις οδηγίες που του δίνονται όσο αναφορά τις σχολικές εργασίες, καθημερινές εργασίες και γενικά καθήκοντα που έχει αναλάβει.( χωρίς όλα αυτά να οφείλονται σε αντιδραστική
συμπεριφορά ή αδυναμία κατανόησης των οδηγιών )
• Δίνει την εντύπωση ότι δεν ακούει , όταν κάποιος του απευθύνει το λόγο.
• Δεν κρατάει εύκολα την προσοχή του όταν ασχολείται με κάτι ή όταν παίζει.
• Ξεχνάει τις καθημερινές του δραστηριότητες.
• Χάνει αντικείμενα που του είναι χρήσιμα για εργασίες – δραστηριότητες.
• Αποσπάται εύκολα η προσοχή του εξαιτίας εξωτερικών ερεθισμάτων.
• Δεν δείχνει προθυμία να ασχοληθεί με εργασίες που απαιτούν έντονη διανοητική δραστηριότητα.
2 ) Υπερκινητικότητα
Συχνά :
• Τρέχει και κινείται υπερβολικά σε χώρους όπου τέτοιου είδους συμπεριφορά κρίνεται ακατάλληλη.
( οι έφηβοι – ενήλικες περιορίζονται σε ψυχική εγρήγορση )
• Σηκώνεται από τη θέση ή από το θρανίο όπου δεν πρέπει να μετακινηθεί.
• Παίζει νευρικά με τα χέρια του , στριφογυρίζει αμήχανα στη θέση του , κουνάει τα πόδια του.
• Μιλάει υπερβολικά.
• Δυσκολεύεται να πάρει μέρος σε δραστηριότητες ή να παίξει σε ηρεμία.
• Δεν θέλει να μένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα μέρος.
3 ) Παρορμητικότητα:
Συχνά :
• Διακόπτει ή θέλει να επιβάλλει την παρουσία του π.χ. σε ομαδικά παιχνίδια
• ‘’ Πετάγεται’’ δίνοντας απαντήσεις προτού ολοκληρωθεί η πρόταση.
Ένα παιδί που παρουσιάζει συμπτώματα του συνδρόμου πρέπει να έχει μια εκτίμηση της κατάστασης του και της αντιληπτικής του ικανότητας . Μπορεί να παρουσιάζει και άλλη ψυχολογική διαταραχή όπως κατάθλιψη, δυσκολία στην επικοινωνία, αγχώδη διαταραχή ή μανιοκατάθλιψη. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά, το παιδί μένει πίσω στη σχολική του απόδοση καθώς και
στις φιλικές – κοινωνικές του σχέσεις. Βιώνει συχνότερα την αποτυχία και τη ματαίωση από ότι την επιτυχία και την αποδοχή και εισπράττει αρνητική αποδοχή από δασκάλους και οικογένεια ,καθώς δεν φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας. Η έρευνα δείχνει καθαρά πως η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να βοηθήσει δραστικά, βελτιώνοντας την προσοχή, τη συγκέντρωση, την στοχοποιημένη συμπεριφορά και τις οργανωτικές ικανότητες. Άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορεί να συμπεριλαμβάνουν γνωστική – συμπεριφοριστική θεραπεία , εκπαίδευση στις κοινωνικές δεξιότητες,
συμβουλευτική υποστήριξη γονέων και κατευθύνσεις στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του παιδιού. Η συμπεριφοριστική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει το παιδί ώστε να ελέγχει την επιθετικότητα του, να αποκτήσει κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά και να είναι πιο παραγωγικό. Η γνωστική θεραπευτική
παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αποκτήσει αυτοεκτίμηση, να μειώσει τις αρνητικές σκέψεις και να οργανώσει την ικανότητα του να επιλύει προβλήματα , οι γονείς θα μάθουν να διαχειρίζονται την επικοινωνία με το παιδί τους δίνοντας μία εντολή κάθε φορά και όχι πολλές μαζί. Οι εκπαιδευτικές κατευθύνσεις θα αντιμετωπίσουν το σύνδρομο συγχρόνως με πιθανά συνυπάρχοντα μαθησιακά προβλήματα.
Τέλος ένα παιδί που έχει διαγνωσμένο το σύνδρομο και αντιμετωπίζεται κατάλληλα μπορεί να έχει μια παραγωγική πορεία ζωής.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου