Ο όρος «μυϊκός τόνος» αναφέρεται πολύ συχνά στις βιβλιογραφίες, εν τούτοις, η ακριβής σημασία του δεν έχει ακόμη επακριβώς καθοριστεί. Αυτό δεν είναι πράγματι ευχερές, έχει όμως σαν συνέπεια ότι δίνονται διαφορετικές ερμηνείες ως προς την έννοια του όρου. Οι φυσιολόγοι θεωρούν τον μυϊκό τόνο σαν την κατάσταση του μυός σε ηρεμία, η οποία είναι απαραίτητη για την διατήρηση της θέσης ή την κατάσταση εκείνη στην οποία βρίσκεται ο μυς προκειμένου να είναι έτοιμος για μια γρήγορη ενέργεια. Από άλλους ερευνητές ο μυϊκός τόνος θεωρείται ως μια ελαφρά και συνεχής ενέργεια ή συνεχής ελαφρά τάση των μυών προκαλούμενη από ασυγχρόνιστα μυοτατικά αντανακλαστικά.
Ο Basmajian αντιθέτως, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει ηλεκτρική ενέργεια στους φυσιολογικούς μυς σε ηρεμία και παρόλα αυτά οι θέσεις διατηρούνται. Δηλαδή δεν πρέπει η ηλεκτρική ενέργεια του μυός να θεωρείται ως ειδικό μέρος του μυϊκού τόνου, όταν αυτός συσχετίζεται με τη διατήρηση θέσεων. Ο μυς σε ηρεμία όμως παρουσιάζει τόνο, όσο διατηρεί το σχήμα και τη σύσταση του.
Οι κλινικοί όταν χρησιμοποιούν τον όρο «μυϊκός τόνος», συνήθως εννοούν την αντίσταση του μέλους στην κίνηση, ορίζουν δηλαδή τον μυϊκό τόνο ως την αντίσταση η οποία συναντάται από το χέρι του εξεταστή όταν εκτείνει παθητικά ένα μυ. Άλλοι συσχετίζουν τον μυϊκό τόνο με μια ορισμένη «σκληρότητα» κατά την ψηλάφηση του μυ.
Ο μυϊκός τόνος φαίνεται ότι ρυθμίζεται από τους γ – νευρώνες, δηλαδή από το σύστημα κινητικών ινών, οι οποίες προέρχονται από τα πρόσθια κέρατα του νωτιαίου μυελού και νευρούν τις μυϊκές ατράκτους (τασεουποδοχείς), υπόκεινται όμως στον έλεγχο του Κ.Ν.Σ. Διατυπώνεται ακόμη η άποψη ότι εκτός της νευρικής αρχής υπάρχει και άλλος παράγοντας που συμμετέχει στην ανάπτυξη του μυϊκού τόνου και είναι σύμφυτος με την ελαστική κατασκευή του μυός, η οποία και θα πρέπει να ελέγχεται κατά την κλινική εξέταση.
O Holt θεωρεί ότι ο όρος μυϊκός τόνος πρέπει να εγκαταλειφθεί, ακόμη και οι όροι «υποτονία» (ελαττωμένος μυϊκός τόνος) και «υπερτονία» (αυξημένος μυϊκός τόνος), ή αν όχι, τουλάχιστον να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή, εν γνώσει ότι αποτελούν πολύπλοκες έννοιες και ότι δεν υφίσταται ακριβής επιστημονικός τρόπος για τον καθορισμό του μυϊκού τόνου και τη διάκριση αυτού σε φυσιολογικό και ανώμαλο.
Ο μυϊκός τόνος πρέπει να ελέγχεται και να εκτιμάται:
1. Από τη θέση του σώματος και των μελών, η οποία βασικώς καθορίζεται από την βαρύτητα και την ενέργεια των γύρω αρθρώσεων.
2. Από την μυϊκή σύσταση. Ο μυς συμπιέζεται ελαφρά, αλλά σταθερά μεταξύ του αντίχειρα και των δακτύλων και σημειώνεται η αντίσταση. Η μυϊκή σύσταση για τον καθορισμό του μυϊκού τόνου έχει περιορισμένη αξία, ιδίως στην εγκεφαλική παράλυση, διότι δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε ελαφρά μεταβολή στη σύσταση των μυών. Παρόλα αυτά πρέπει
να αναφερθεί ότι οι μεταβολές αυτές είναι δυνατόν να παράγονται και στην αλλαγή του σχήματος του μυός, και να παρατηρηθεί και σε απλή αλλαγή της θέσεως του μέλους.
3. Από την ετοιμότητα του μυός για ενέργεια, δηλαδή την απαραίτητη μυϊκή ενέργεια που καθιστούν το μυ ικανό να αντιδρά αμέσως και επαρκώς σε ένα ερέθισμα. Σε περίπτωση φυσιολογικών ατόμων ο μυς πρέπει να συσπάται αιφνιδίως και να φθάνει στο μέγιστο της ισχύος σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Στην περίπτωση της εγκεφαλικής παράλυσης η ετοιμότητα του μυός συνήθως είναι ανεπαρκής και η επίτευξη της μέγιστης ισχύος
καθυστερεί.
Την καθυστέρηση όμως του μυός προς αντίδραση στα ερεθίσματα είναι δύσκολο να την καθορίσουμε κλινικώς, εξαιρουμένης, βεβαίως των περιπτώσεων στις οποίες αυτή είναι αρκετά έκδηλη.
4. Από το εύρος των κινήσεων, το οποίο σε υποτονία είναι αυξημένο, ενώ σε υπερτονία είναι ελαττωμένο. Σε υπερτονία π.χ. η απαγωγή του ισχίου είναι περιορισμένη ή η ραχιαία κάμψη του άκρου πόδα, ενώ το αντίθετο παρατηρείται σε υποτονία.
5. Από την αντίσταση του μυός στην παθητική κίνηση. Κατά τον έλεγχο πρέπει οι κινήσεις να εκτελούνται κατ’ επανάληψη και με διαφορετική κάθε φορά ταχύτητα, και όχι σε όλο το εύρος της κίνησης της άρθρωσης. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να αντιδιαστέλλεται από τον έλεγχο του εύρους της κινητικότητας της άρθρωσης, οπότε οι κινήσεις πρέπει να εκτελούνται προσεκτικά και όσο το δυνατόν αργά.
Η αντίσταση στην παθητική κίνηση της άρθρωσης αποτελεί πολύπλοκο φαινόμενο, είναι όμως πολύ ισχυρό σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση. Η αντίσταση αυτή αυξάνει σε ενεργή σύσπαση του μυός, η οποία εάν είναι δυνατόν να είναι εκούσια ή να συμβαίνει σε υπερευαίσθητους μύες σαν ανταπόκριση των εξ επαφής αντιδράσεων. Εξ άλλου, η αυξημένη αντίσταση στην παθητική κίνηση οφείλεται στη σύσπαση των μυών, οι οποίοι ενεργούν για τη διατήρηση μιας ιδιαίτερης θέσης ενός μέλους ή του σώματος.
Η αξιολόγηση της αντίστασης του μυός πρέπει να γίνεται κλινικά – οπότε εισέρχεται και ο υποκειμενικός παράγοντας – ή να υπολογίζεται με ειδικά μηχανήματα (ειδικό δυναμόμετρο κ.λ.π.).
Η αυξημένη αντίσταση των μυών στην παθητική κίνηση (υπερτονία) μπορεί να είναι του τύπου της δυσκαμψίας, με πιθανότητα μικρής μόνο κίνησης, ή του πλαστικού τύπου, με συνεχή και του ίδιου βαθμού αντίσταση στην παθητική κίνηση, σε όλο το εύρος αυτής (υπερτονία τύπου μολυβδοσωλήνας). Ενδέχεται, επίσης, να εμφανίζεται αρχικά ορισμένη αντίσταση, η οποία στη συνέχεια υποχωρεί ξαφνικά (σπαστικότητα ή υπερτονία τύπου σουγιά – claspknife) ή ακόμη μπορεί να εμφανίζεται και εναλλασσόμενη όπως συμβαίνει στην αθέτωση.
Η υπερτονία τύπου Πάρκινσον (cogwheel phenomenon) σπάνια παρατηρείται κατά την παιδική ηλικία.
Η μυϊκή υπερτονία μπορεί να είναι οξεία, παροδική ή χρόνια ή και να αποτελεί σύμπτωμα τραυματισμού ή άλλης πάθησης. Είναι αυτή το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της σπαστικότητας αλλά και του σπασμού.
Σπασμός είναι η βίαια, ακούσια σύσπαση του μυός ή μιας ομάδας μυών, και συνήθως παρατηρείται ως επακόλουθο ενός τραυματισμού, ορθοπεδικής ανικανότητας (π.χ. κατάγματος), λειτουργικής ανικανότητας και παθολογικών καταστάσεων (π.χ. αρθρίτιδας κ.λ.π.). Η έναρξη του σπασμού συνήθως είναι αιφνίδια και οξεία, αποτέλεσμα πολλών δυσμενών ερεθισμάτων, τα οποία μπορεί να προέρχονται από το δέρμα, τα σπλάχνα ή από σοβαρή αγχώδη τάση.
Ο σπασμός μπορεί να είναι τονικός (όπως στον τέτανο) ή κλονικός, με παροδική και επαναλαμβανόμενη χαλάρωση, η οποία διακόπτει το στάδιο της ακαμψίας (τρόμος κοπώσεως κ.λ.π.). Συνοδεύεται συνήθως από πόνο, ο οποίος επιδεινώνει την ακαμψία και το αντίθετο. Η ανώμαλη βράχυνση του μυός ή των μυών είναι αναστρέψιμη μετά την απομάκρυνση του ερεθίσματος και συχνά επέρχεται ανακούφιση με θερμά επιθέματα, μάλαξη, αναλγητικά κ.λ.π.
Όταν προβαίνουμε στην αξιολόγηση του μυϊκού τόνου σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση, σημασία έχει η εξέταση να αφορά χωριστά τους μύες του αυχένα, του κορμού και των άκρων, διότι σε σπαστικές καταστάσεις π.χ. μπορεί τα άκρα να είναι υπερτονικά, ενώ ο αυχένας και ο κορμός να παραμένουν σχετικά υποτονικοί κ.ο.κ.
Η υποτονία ταυτίζεται συνήθως με τη μυϊκή αδυναμία, η οποία κανονικά ερμηνεύεται ως ελαττωμένη μυϊκή ισχύ, σε σύγκριση με την κανονική και ανάλογα με την ηλικία.
Ο καθορισμός της μυϊκής ισχύος είναι γενικά δύσκολος και όχι αξιόπιστος και ως αποτέλεσμα έχει περιορισμένη αξία στη διαγνωστική πρακτική σε μικρά παιδιά. Επίσης, η μυϊκή αδυναμία πρέπει να διακρίνεται από τη διαταραχή ή την απόκλιση στην εκτέλεση μυϊκής ενέργειας σε ένα παιδί το οποίο δεν συνεργάζεται, είναι διανοητικά καθυστερημένο κ.τ.λ.
Μια γενική αντίληψη της μυϊκής ισχύος μπορούμε να έχουμε όταν παρακολουθούμε το παιδί να εκτελεί ένα ορισμένο έργο π.χ. όταν ανεβαίνει ή κατεβαίνει μια σκάλα κ.ο.κ.
Συμπερασματικά, ο μυϊκός τόνος πρέπει να ορίζεται ως η κατάσταση των μυών, η καθορισμένη από φυσικά, βιοχημικά και νευρικά ερεθίσματα, η οποία παρόλο που δεν αποτελεί ενεργεί σύσπαση, καθορίζει τη θέση του σώματος, το εύρος των κινήσεων και την αίσθηση στην ψηλάφηση του μυός.
Συνέχεια εδώ ...http://ypotonia.blogspot.gr/2012/04/3.html
Το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας πολύ αξιόλογης πτυχιακής εργασίας με τίτλο -"Αξιολόγηση και θεραπευτική παρέμβαση σε βρέφη με υποτονία και υπερτονία "- Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας -- Τμήμα Φυσιοθεραπείας, 2009 από τον Καχριμανίδη Χρήστο.
Επειδή η εργασία ηταν πολύ μεγάλη την δημοσίευσα τμηματικά. Μπορείτε να δείτε συνοπτικά τους τίτλους των θεμάτων και τις παραπομπές τους εδώ
Ο Basmajian αντιθέτως, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει ηλεκτρική ενέργεια στους φυσιολογικούς μυς σε ηρεμία και παρόλα αυτά οι θέσεις διατηρούνται. Δηλαδή δεν πρέπει η ηλεκτρική ενέργεια του μυός να θεωρείται ως ειδικό μέρος του μυϊκού τόνου, όταν αυτός συσχετίζεται με τη διατήρηση θέσεων. Ο μυς σε ηρεμία όμως παρουσιάζει τόνο, όσο διατηρεί το σχήμα και τη σύσταση του.
Οι κλινικοί όταν χρησιμοποιούν τον όρο «μυϊκός τόνος», συνήθως εννοούν την αντίσταση του μέλους στην κίνηση, ορίζουν δηλαδή τον μυϊκό τόνο ως την αντίσταση η οποία συναντάται από το χέρι του εξεταστή όταν εκτείνει παθητικά ένα μυ. Άλλοι συσχετίζουν τον μυϊκό τόνο με μια ορισμένη «σκληρότητα» κατά την ψηλάφηση του μυ.
Ο μυϊκός τόνος φαίνεται ότι ρυθμίζεται από τους γ – νευρώνες, δηλαδή από το σύστημα κινητικών ινών, οι οποίες προέρχονται από τα πρόσθια κέρατα του νωτιαίου μυελού και νευρούν τις μυϊκές ατράκτους (τασεουποδοχείς), υπόκεινται όμως στον έλεγχο του Κ.Ν.Σ. Διατυπώνεται ακόμη η άποψη ότι εκτός της νευρικής αρχής υπάρχει και άλλος παράγοντας που συμμετέχει στην ανάπτυξη του μυϊκού τόνου και είναι σύμφυτος με την ελαστική κατασκευή του μυός, η οποία και θα πρέπει να ελέγχεται κατά την κλινική εξέταση.
O Holt θεωρεί ότι ο όρος μυϊκός τόνος πρέπει να εγκαταλειφθεί, ακόμη και οι όροι «υποτονία» (ελαττωμένος μυϊκός τόνος) και «υπερτονία» (αυξημένος μυϊκός τόνος), ή αν όχι, τουλάχιστον να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή, εν γνώσει ότι αποτελούν πολύπλοκες έννοιες και ότι δεν υφίσταται ακριβής επιστημονικός τρόπος για τον καθορισμό του μυϊκού τόνου και τη διάκριση αυτού σε φυσιολογικό και ανώμαλο.
Ο μυϊκός τόνος πρέπει να ελέγχεται και να εκτιμάται:
1. Από τη θέση του σώματος και των μελών, η οποία βασικώς καθορίζεται από την βαρύτητα και την ενέργεια των γύρω αρθρώσεων.
2. Από την μυϊκή σύσταση. Ο μυς συμπιέζεται ελαφρά, αλλά σταθερά μεταξύ του αντίχειρα και των δακτύλων και σημειώνεται η αντίσταση. Η μυϊκή σύσταση για τον καθορισμό του μυϊκού τόνου έχει περιορισμένη αξία, ιδίως στην εγκεφαλική παράλυση, διότι δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε ελαφρά μεταβολή στη σύσταση των μυών. Παρόλα αυτά πρέπει
να αναφερθεί ότι οι μεταβολές αυτές είναι δυνατόν να παράγονται και στην αλλαγή του σχήματος του μυός, και να παρατηρηθεί και σε απλή αλλαγή της θέσεως του μέλους.
3. Από την ετοιμότητα του μυός για ενέργεια, δηλαδή την απαραίτητη μυϊκή ενέργεια που καθιστούν το μυ ικανό να αντιδρά αμέσως και επαρκώς σε ένα ερέθισμα. Σε περίπτωση φυσιολογικών ατόμων ο μυς πρέπει να συσπάται αιφνιδίως και να φθάνει στο μέγιστο της ισχύος σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Στην περίπτωση της εγκεφαλικής παράλυσης η ετοιμότητα του μυός συνήθως είναι ανεπαρκής και η επίτευξη της μέγιστης ισχύος
καθυστερεί.
Την καθυστέρηση όμως του μυός προς αντίδραση στα ερεθίσματα είναι δύσκολο να την καθορίσουμε κλινικώς, εξαιρουμένης, βεβαίως των περιπτώσεων στις οποίες αυτή είναι αρκετά έκδηλη.
4. Από το εύρος των κινήσεων, το οποίο σε υποτονία είναι αυξημένο, ενώ σε υπερτονία είναι ελαττωμένο. Σε υπερτονία π.χ. η απαγωγή του ισχίου είναι περιορισμένη ή η ραχιαία κάμψη του άκρου πόδα, ενώ το αντίθετο παρατηρείται σε υποτονία.
5. Από την αντίσταση του μυός στην παθητική κίνηση. Κατά τον έλεγχο πρέπει οι κινήσεις να εκτελούνται κατ’ επανάληψη και με διαφορετική κάθε φορά ταχύτητα, και όχι σε όλο το εύρος της κίνησης της άρθρωσης. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να αντιδιαστέλλεται από τον έλεγχο του εύρους της κινητικότητας της άρθρωσης, οπότε οι κινήσεις πρέπει να εκτελούνται προσεκτικά και όσο το δυνατόν αργά.
Η αντίσταση στην παθητική κίνηση της άρθρωσης αποτελεί πολύπλοκο φαινόμενο, είναι όμως πολύ ισχυρό σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση. Η αντίσταση αυτή αυξάνει σε ενεργή σύσπαση του μυός, η οποία εάν είναι δυνατόν να είναι εκούσια ή να συμβαίνει σε υπερευαίσθητους μύες σαν ανταπόκριση των εξ επαφής αντιδράσεων. Εξ άλλου, η αυξημένη αντίσταση στην παθητική κίνηση οφείλεται στη σύσπαση των μυών, οι οποίοι ενεργούν για τη διατήρηση μιας ιδιαίτερης θέσης ενός μέλους ή του σώματος.
Η αξιολόγηση της αντίστασης του μυός πρέπει να γίνεται κλινικά – οπότε εισέρχεται και ο υποκειμενικός παράγοντας – ή να υπολογίζεται με ειδικά μηχανήματα (ειδικό δυναμόμετρο κ.λ.π.).
Η αυξημένη αντίσταση των μυών στην παθητική κίνηση (υπερτονία) μπορεί να είναι του τύπου της δυσκαμψίας, με πιθανότητα μικρής μόνο κίνησης, ή του πλαστικού τύπου, με συνεχή και του ίδιου βαθμού αντίσταση στην παθητική κίνηση, σε όλο το εύρος αυτής (υπερτονία τύπου μολυβδοσωλήνας). Ενδέχεται, επίσης, να εμφανίζεται αρχικά ορισμένη αντίσταση, η οποία στη συνέχεια υποχωρεί ξαφνικά (σπαστικότητα ή υπερτονία τύπου σουγιά – claspknife) ή ακόμη μπορεί να εμφανίζεται και εναλλασσόμενη όπως συμβαίνει στην αθέτωση.
Η υπερτονία τύπου Πάρκινσον (cogwheel phenomenon) σπάνια παρατηρείται κατά την παιδική ηλικία.
Η μυϊκή υπερτονία μπορεί να είναι οξεία, παροδική ή χρόνια ή και να αποτελεί σύμπτωμα τραυματισμού ή άλλης πάθησης. Είναι αυτή το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της σπαστικότητας αλλά και του σπασμού.
Σπασμός είναι η βίαια, ακούσια σύσπαση του μυός ή μιας ομάδας μυών, και συνήθως παρατηρείται ως επακόλουθο ενός τραυματισμού, ορθοπεδικής ανικανότητας (π.χ. κατάγματος), λειτουργικής ανικανότητας και παθολογικών καταστάσεων (π.χ. αρθρίτιδας κ.λ.π.). Η έναρξη του σπασμού συνήθως είναι αιφνίδια και οξεία, αποτέλεσμα πολλών δυσμενών ερεθισμάτων, τα οποία μπορεί να προέρχονται από το δέρμα, τα σπλάχνα ή από σοβαρή αγχώδη τάση.
Ο σπασμός μπορεί να είναι τονικός (όπως στον τέτανο) ή κλονικός, με παροδική και επαναλαμβανόμενη χαλάρωση, η οποία διακόπτει το στάδιο της ακαμψίας (τρόμος κοπώσεως κ.λ.π.). Συνοδεύεται συνήθως από πόνο, ο οποίος επιδεινώνει την ακαμψία και το αντίθετο. Η ανώμαλη βράχυνση του μυός ή των μυών είναι αναστρέψιμη μετά την απομάκρυνση του ερεθίσματος και συχνά επέρχεται ανακούφιση με θερμά επιθέματα, μάλαξη, αναλγητικά κ.λ.π.
Όταν προβαίνουμε στην αξιολόγηση του μυϊκού τόνου σε παιδιά με εγκεφαλική παράλυση, σημασία έχει η εξέταση να αφορά χωριστά τους μύες του αυχένα, του κορμού και των άκρων, διότι σε σπαστικές καταστάσεις π.χ. μπορεί τα άκρα να είναι υπερτονικά, ενώ ο αυχένας και ο κορμός να παραμένουν σχετικά υποτονικοί κ.ο.κ.
Η υποτονία ταυτίζεται συνήθως με τη μυϊκή αδυναμία, η οποία κανονικά ερμηνεύεται ως ελαττωμένη μυϊκή ισχύ, σε σύγκριση με την κανονική και ανάλογα με την ηλικία.
Ο καθορισμός της μυϊκής ισχύος είναι γενικά δύσκολος και όχι αξιόπιστος και ως αποτέλεσμα έχει περιορισμένη αξία στη διαγνωστική πρακτική σε μικρά παιδιά. Επίσης, η μυϊκή αδυναμία πρέπει να διακρίνεται από τη διαταραχή ή την απόκλιση στην εκτέλεση μυϊκής ενέργειας σε ένα παιδί το οποίο δεν συνεργάζεται, είναι διανοητικά καθυστερημένο κ.τ.λ.
Μια γενική αντίληψη της μυϊκής ισχύος μπορούμε να έχουμε όταν παρακολουθούμε το παιδί να εκτελεί ένα ορισμένο έργο π.χ. όταν ανεβαίνει ή κατεβαίνει μια σκάλα κ.ο.κ.
Συμπερασματικά, ο μυϊκός τόνος πρέπει να ορίζεται ως η κατάσταση των μυών, η καθορισμένη από φυσικά, βιοχημικά και νευρικά ερεθίσματα, η οποία παρόλο που δεν αποτελεί ενεργεί σύσπαση, καθορίζει τη θέση του σώματος, το εύρος των κινήσεων και την αίσθηση στην ψηλάφηση του μυός.
Συνέχεια εδώ ...http://ypotonia.blogspot.gr/2012/04/3.html
Το κείμενο αυτό είναι μέρος μιας πολύ αξιόλογης πτυχιακής εργασίας με τίτλο -"Αξιολόγηση και θεραπευτική παρέμβαση σε βρέφη με υποτονία και υπερτονία "- Σχολή Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας -- Τμήμα Φυσιοθεραπείας, 2009 από τον Καχριμανίδη Χρήστο.
Επειδή η εργασία ηταν πολύ μεγάλη την δημοσίευσα τμηματικά. Μπορείτε να δείτε συνοπτικά τους τίτλους των θεμάτων και τις παραπομπές τους εδώ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου